Ένα μεγάλο κομμάτι της μετεκλογικής συζήτησης εντός του ΣΥΡΙΖΑ διεξάγεται σε λάθος βάση.
Όχι τόσο επειδή γίνεται σαν να έχασε το κόμμα τις εκλογές (μάλλον, σαν να τις κέρδισε με “λάθος” τρόπο), αλλά επειδή αντί να εξετάζει το τι κάνουμε ασχολείται με το τι λέμε. Αυτή η αντικατάσταση της πράξης από το λόγο, γίνεται ακόμη πιο απαράδεκτη και τυφλή, ακριβώς επειδή τα εκλογικά αποτελέσματα μας δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, βοώντας.
Η κοινωνική χρησιμότητα (των άλλων) και εμείς
Στους δήμους τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν μικρότερες δυνάμεις από ό,τι στις ευρωεκλογές. Αυτό αναδεικνύει γνωστά πράγματα, όπως ότι οι τοπικές κοινωνίες αλλάζουν με τους δικούς τους ρυθμούς, ότι έχουν τις δικές τους αδράνειες και λειτουργούν εκεί ακόμη πιο έντονα τα συγγενικά και κοινωνικά δίκτυα. Αναδεικνύει όμως και ότι τα πελατειακά δίκτυα που είχαν στηθεί εκεί έχουν πια μια αυτόνομη ισχύ και δεν εξαφανίζονται απλά επειδή καταρρέουν οι “μήτρες” τους, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Και όπως ξέρουμε, αυτός που κερδίζει τελικά δεν είναι αυτός που απλώς τα λέει καλύτερα, αλλά αυτός που πείθει πως μπορεί να είναι χρήσιμος. Δυστυχώς, λοιπόν, μια μορφή “κοινωνικής χρησιμότητας” είναι και οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύσσουν αυτά τα δίκτυα, διασφαλίζοντας εποχιακούς διορισμούς, χατίρια σε ντόπιους μικροεπιχειρηματίες, διευθετήσεις τοπικών υποθέσεων και άλλα τέτοια, δημιουργώντας τις σχετικές υποχρεώσεις.
Τι κατανοούμε λοιπόν; Πως οι τοπικές μας οργανώσεις δεν ήταν ακόμη τόσο γειωμένες ώστε να νικήσουν και τους μηχανισμούς, να προσφέρουν μια άλλου τύπου κοινωνική χρησιμότητα (πχ δίκτυα αλληλεγγύης) και αντί να περιμένουν να πάρουν ψήφους μέσω της σημαίας του ΣΥΡΙΖΑ, να του φέρνουν αυτές ψήφους, ενισχύοντας με την τοπική τους δράση την κεντρική αξιοπιστία του. Αντιστοίχως, εκεί που κερδήθηκαν δήμοι ήταν κυρίως σε περιοχές της Αττικής (Βύρωνας, Καισαριανή κλπ) με δυναμική παρουσία των οργανώσεων εδώ και πολλά χρόνια.
Μετά από όλα αυτά, η διαφορά των τεσσάρων μονάδων κρίνεται ως ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, ακριβώς γιατί δείχνει πως ξεπεράστηκαν πολλές τέτοιες αδυναμίες και ανεπάρκειες. Και ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν μεγαλύτερη δεν είναι πρωτίστως η μία ή άλλη απόχρωση του κεντρικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ανεπαρκής λειτουργία των οργανώσεων του ως πυρήνες πράξης και ως ιμάντες μεταφοράς των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ από πάνω προς κάτω, δοκιμής τους μέσα από την κοινωνική δράση και εμπλουτισμένης επιστροφής τους στο κόμμα. Χωρίς αυτό, χωρίς οι ΣΥΡΙΖαίοι να είναι γνωστοί στον κοινωνικό τους χώρο, χωρίς να είναι οι ίδιοι το (δραστήριο) πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή τους, δεν γίνεται να οικοδομηθούν οι κοινωνικές συμμαχίες, δεν γίνεται να στηθεί πάνω σε σταθερά πόδια μια πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Και οπωσδήποτε όχι χωρίς έναν μαζικό, πολύ μεγαλύτερο και πιο λαϊκό από σήμερα, ΣΥΡΙΖΑ.
Να κάνουμε για να έχουμε να λέμε, όχι να λέμε για να έχουμε να κάνουμε
Ήδη από τις εκλογές του 2012, η πολιτική μας δυναμική είχε αυξηθεί αναντίστοιχα της κοινωνικής μας γείωσης. Το κάρο έχει μπει μπροστά από τα άλογα. Δική μας δουλειά ήταν να τα φέρουμε στη σωστή θέση, να φτιάξουμε αναδρομικά τις σχέσεις των ανθρώπων με την Αριστερά. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την άμεση –τη σωματική– εμπλοκή όλων μας σε αυτή την υπόθεση, τη συνάντησή μας με τον κόσμο, που έχουμε πια αντίστοιχες ανάγκες να αντιμετωπίσουμε.
Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών δείχνουν πως κινούμαστε μεν σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά όχι όσο δυναμικά θα έπρεπε. Το ίδιο και τα αποτελέσματα των παρατάξεων του ΣΥΡΙΖΑ σε επαγγελματικές ενώσεις, συνδικάτα, επιμελητήρια, φοιτητικούς συλλόγους, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η ΟΛΜΕ και οι γιατροί του ΙΚΑ. Κάποιοι κάνουν μία καλοπροαίρετη κριτική σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ του 1981, που στην πορεία προς στην κυβέρνηση κέρδιζε πλειοψηφίες σχεδόν σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Όμως, το ΠΑΣΟΚ τα είχε κάνει αυτά κλιμακωτά, από το 1974 ως το 1981. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προλαβαίνει να το κάνει με τέτοιους ρυθμούς, δεν έχει την πολυτέλεια. Η ιστορία με ένα "μπραφ" μας έφερε στο 27%. Ας σκεφτούμε πως αν το ΛΑΟΣ είχε χίλιες ψήφους παραπάνω τον Μάιο του 2012 θα ήταν στη βουλή, θα σχηματιζόταν κυβέρνηση, δεν θα πηγαίναμε ξανά σε εκλογές και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν 17%.
Το 27% του 2012 ήρθε λοιπόν ως αποτέλεσμα αγώνων, αλλά σε μεγάλο βαθμό ήταν συγκυριακό. Σήμερα, για να μην αντικαταστήσουμε και την πολιτική από την αριθμητική, πρέπει να πούμε ότι το 27% των ευρωεκλογών δεν είναι ίδιο με του 2012. Ο κόσμος που ψήφισε τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι ποσοστιαία ίδιος, αλλά έχει ποιοτική διαφορά, οι ίδιοι άνθρωποι είναι περισσότερο πεισμένοι για τον ΣΥΡΙΖΑ και σταθεροποιούν την συγκυριακή εκλογική τους επιλογή του 2012. Και πάλι όμως, η οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος και η επιρροή του σε κοινωνικούς χώρους δεν είναι ανάλογη του 27%. Αυτά λοιπόν προσπαθούμε να τα χτίσουμε εκ των υστέρων και ακόμη δεν το έχουμε καταφέρει, επειδή το κάρο τρέχει αναγκαστικά πάρα πολύ γρήγορα, λόγω των εξελίξεων. Είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθούμε να φέρουμε τα άλογα μπροστά από το κάρο, ενώ είμαστε εν κινήσει!Δηλαδή, να οικοδομήσουμε τις κοινωνικές μας συμμαχίες, την ίδια στιγμή που πάμε για το μεγάλο “ντου”, να οργανώσουμε το στρατό μας και να κάνουμε νέες στρατολογήσεις ενώ ήδη πολεμάμε και μάλιστα τη στιγμή που η μάχη κορυφώνεται. Και τις κοινωνικές συμμαχίες τις θέλουμε όχι απλώς για να μεγαλώσει το 27%, αλλά για μεγαλώσουμε την ηγεμονία των ιδεών και των πρακτικών μας, για να κερδίσουμε τη μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων, για να μπορέσουμε όταν έρθουμε στα πράγματα να αλλάξουμε ριζικά την κατάσταση και αυτό γίνεται μόνο με τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή του κόσμου. Όμως, η ιδιαιτερότητα εδώ είναι πως όλα αυτά πρέπει να γίνουν γρήγορα και προσπαθώντας παράλληλα να φέρουμε άμεσα, τώρα, την εκλογική ανατροπή. Γιατί ξέρουμε πως ακριβώς επειδή η άνοδος του κόμματος έγινε με άλματα -και τα άλματα αφήνουν πίσω τους κενά- και επειδή η κοινωνική κατάσταση είναι ακραία, αν δεν πετύχουμε τώρα την ανατροπή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σταθεί για πολύ. Αυτό που τον συγκροτεί είναι η προοπτική της ανατροπής. Αν απομακρυνθεί, θα φυλλορροήσει.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Σίγουρα να διαμορφώσουμε ακόμη καλύτερα την στρατηγική αυτή που θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε την ανατροπή άμεσα. Αύριο. Και σε αυτό νομίζω πως συμφωνούμε. Αλλά φαίνεται πως διαφωνούμε σε κάτι άλλο. Πολλοί μοιάζουν να νομίζουν πως το κύριο κομμάτι μιας στρατηγικής είναι το τι λες. Όμως, το πιο δομικό στοιχείο είναι πάντα το τι κάνεις. Όχι μόνο επειδή ο μαρξισμός είναι η φιλοσοφία της πράξης. Όχι μόνο επειδή ο Ένγκελς έλεγε πως ένα γραμμάριο δράσης αξίζει όσο ένας τόνος θεωρίας. Ούτε επειδή ο Μάο έλεγε πως το κριτήριο της αλήθειας δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινωνική πράξη. Αλλά επειδή η πολιτική μας πείρα μας λέει πως αυτός που κερδίζει είναι αυτός που δίνει απαντήσεις, προσφέρει άμεσες λύσεις και πείθει τον κόσμο να συμμετάσχει. Από το ΕΑΜ που κέρδιζε τους ανθρώπους επειδή έλεγαν πως «μας έσωσε από την πείνα» και έτσι πείθονταν πως μετά «θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά», μέχρι τους Αδερφούς Μουσουλμάνους (για να χρησιμοποιήσω δύο ιδεολογικά απολύτως άσχετα παραδείγματα και να δείξω πως το κοινό στοιχείο της επιτυχίας τους ήταν η μεθοδολογία της δράσης τους) που κέρδιζαν τις εκλογές στις χώρες της Αραβικής Άνοιξης επειδή ξανάχτιζαν τα γκρεμισμένα σπίτια των ανθρώπων και τους έβρισκαν φάρμακα για να μην πεθαίνουν, αυτός που κερδίζει είναι αυτός που ποντάρει στην πράξη. Η ιδεολογία υπάρχει ως κίνητρο, συνεκτικό στοιχείο και ορίζοντας της πράξης. Και ο λόγος υπάρχει για να προωθεί αυτήν την πράξη.
Στρατηγική λοιπόν είναι -κυρίως- το πως θα μετατρέπεις την κοινωνική δυσαρέσκεια σε κοινωνικές αναστατώσεις, πως θα φουσκώνεις τις αντιδράσεις που υπάρχουν ήδη, πως θα προκαλείς εσύ ο ίδιος κινήματα, πως θα συμβάλεις στον συντονισμό τους. Το κάνουμε αυτό επαρκώς; Τότε γιατί εδώ και σαράντα μέρες δίπλα στις καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών βρίσκεται βασικά μια χούφτα μελών της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ; Και γιατί αυτό δεν απασχόλησε καθόλου την μετεκλογική αρθρογραφία των στελεχών; Γιατί αντί να εγκαλούνται τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος και η συνολική λειτουργία του για το ότι δεν είμαστε επαρκώς μέσα σε αυτόν τον αγώνα, εμφανίζονται διαρκώς κείμενα που ξιφουλκούν σε κενό αέρος ενάντια στον «πατριωτισμό», στις «Νέες Ελλάδες», στις πρωτοβουλίες των ηγετικών ομάδων και τα συναφή. Και γιατί δεν συζητάμε τι μέτωπα μπορούμε να στήσουμε με τις μεγάλες νίκες σε Αττική και Ιόνια, πως θα συνδυάσουμε εκεί, με φαντασία και δίνοντας χώρο στη λαϊκή δημιουργικότητα και αυτενέργεια, την θεσμική με την κινηματική μας δράση, πως θα στήσουμε εκεί τους ανθρώπους στα πόδια τους; Γιατί αντί να στραφεί το βλέμμα προς την κοινωνία, στρέφεται προς τα μέσα;
Για τον κόσμο, χωρίς τον κόσμο;
Πολλά μπορεί να πει κανείς σε αυτή τη συζήτηση, περί “πατριωτισμών” και άλλων τινών «προνομιακών πεδίων» ορισμένων συντρόφων. Αλλά σε αυτό το κείμενο επιλέγω να μην το κάνω. Επιλέγω να μιλήσω περί της μεθοδολογίας. Για το πώς γίνεται η κριτική μέσα στο Κόμμα, για το πως γίνεται η πράξη. Για το πώς ορίζονται πλευρές.
Όπως έχει γραφτεί κι αλλού, υπάρχουν στο κόμμα στελέχη και μέλη που από το φόβο μιας “κεντρώας στροφής” του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουν να στενεύουν πολύ τις κοινωνικές συμμαχίες και να φοβούνται την μαζική είσοδο νέων μελών στις ΟΜ, ανθρώπων που πριν ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, υπό τη σκέψη πως θα είναι φορείς μικροαστικής ιδεολογίας και θα μας αλλοιώσουν. Πράγματι, στο μυαλό κάποιων ίσως ευδοκιμεί ένα κοντόφθαλμο σκεπτικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πιάσει ένα κοινωνικό ταβάνι με το 27% και πρέπει να αποκτήσει λίγο πιο κεντρώα χαρακτηριστικά για να γίνει αρεστός και σε λιγότερο χτυπημένα από την κρίση κοινωνικά στρώματα. Όντως, μια τέτοια λογική χρειάζεται πολιτική αντιμετώπιση. Όχι όμως με μια επιφανειακή και αφελή τακτική που φτάνει στον οικονομισμό και προτείνει απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ “να απευθυνθεί στους άνεργους”, λες και αυτοί εκτός από άνεργοι δεν είναι τίποτε άλλο, συντηρητικοί, προοδευτικοί, πατριώτες, επαρχιώτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι!
Αντιθέτως, χρειάζεται να δείξουμε πως χωρίς μια πολιτική ριζικής αναδιανομής των εισοδημάτων και της δημοκρατικής ισχύος υπέρ των χτυπημένων από την κρίση, οι σχεδιασμοί περί της παραγωγικής ανασυγκρότησης μπορεί να μην έχουν κανένα νόημα. Αλλά το μυστικό είναι πως για να διασφαλιστούν αυτά δεν αρκεί να πειστούν κάποια κομματικά κέντρα. Γιατί οι πιέσεις που θα δεχτεί η κυβέρνηση της Αριστεράς και μαζί της ο λαός θα είναι τεράστιες. Αυτό λοιπόν που μπορεί να διασφαλίσει την αντοχή απέναντι στις πιέσεις είναι ο ίδιος ο κόσμος, όχι οι «ειδικοί» της Αριστεράς. Και ειδικά ο νέος κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κόσμος της ανεργίας και της επισφάλειας που ό,τι κι αν ψήφιζε ως τώρα, ίσως έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη τον ΣΥΡΙΖΑ από εμάς που τον ψηφίζουμε εδώ και τόσα χρόνια. Η αθρόα είσοδος νέων μελών, η “εισβολή” των μαζών στο κόμμα μας (που πρέπει να την οργανώσουμε και όχι να τη φοβόμαστε) είναι που θα προσφέρει την εγγύηση πως τίποτα δεν θα πάει «δεξιά». Οι άνθρωποι αυτοί που πρώτοι θα αντιδράσουν απέναντι σε ενδεχόμενες ενδοτικές τάσεις του κομματικού μηχανισμού -επειδή αυτές θα πηγαίνουν κόντρα στις ανάγκες τους και όχι απλώς στην ιδεολογία τους- είναι αυτοί που θα διασφαλίσουν, δυνητικά, τον αριστερό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί αποτελούν μία όχι ικανή από μόνη της, αλλά αναγκαία συνθήκη για τον αριστερό και ταξικό ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτόν τον κόσμο είναι όμως που φοβούνται κάποιοι σύντροφοι, γιατί πιστεύουν πως θα αλλάξει τον πολιτικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, πως θα τον κάνει πιο μικροαστικό. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ενώ ομνύουν κατά τα άλλα στην ταξική πάλη και στην ανάγκη να ανοίξουμε χώρο για τον αυθορμητισμό και την επινοητικότητα των «από κάτω», πιστεύουν πως οι ίδιοι, ασχέτως του αν πλήττονται ή όχι από την κρίση, αποτελούν, χάρη στην ιδεολογία τους και μόνο, τους θεματοφύλακες της αριστερής γραμμής του κόμματος απέναντι στον κίνδυνο της αλλοτρίωσης από τις μάζες των πρώην μικροαστών, πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, αλλά τσακισμένων ταξικά από την κρίση. Και αν κανείς θέλει να το διαψεύσει, ας μας πει: για ποιο λόγο στην πυκνή αρθρογραφία αυτών των ημερών έχει τόσο μικρή θέση το ζήτημα της μαζικοποίησης του κόμματος; Γιατί δεν αναφέρεται κάποιο σχέδιο; Εκτός εάν πιστεύουμε πως για να μαζικοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε με κάθε λεπτομέρεια το τι ακριβώς θα λέμε για την «πατρίδα»!
Στο ίδιο έργο (χωρίς) θεατές
Κάπου εδώ όμως, πρέπει να το πούμε καθαρά. Βλέπουμε ένα έργο να ξαναπαίζεται. Στο κόμμα επιχειρείται να γίνει αυτό που πριν ένα χρόνο έγινε στην Νεολαία, όταν μέσα στη φωτιά των Μνημονίων, ένα ολόκληρο συνέδριο οργανώθηκε πάνω σε μια θολή συζήτηση για την εσωκομματική δημοκρατία -χωρίς σαφείς αιχμές, χωρίς ρητές αντιπροτάσεις- αντί να συζητιούνται οι μορφές που θα έπρεπε να έχει η δράση μας για να γυρίσουμε τον κόσμο ανάποδα. Κοιτάξαμε προς τα μέσα, αντί για έξω. Και σε αυτό υπάρχει απόλυτη ευθύνη για το ότι η Νεολαία έχει βρεθεί σήμερα ουσιαστικά απροετοίμαστη απέναντι στις ανάγκες της συγκυρίας, χωρίς επαρκή εμπλοκή στους αγώνες και βασικά άμαζη. Και στην ίδια κατεύθυνση παρασύρρονται πολλοί στο κόμμα.
Δεν μπορούν λοιπόν να οριστούν εσωκομματικές πλευρές πάνω σε ζητήματα τόσο επί μέρους. Η συζήτηση αυτή στη Νεολαία έδειξε πολύ γρήγορα τα όρια της. Το ίδιο έχει γίνει ήδη, με τις άκαιρες πολώσεις στο Κόμμα για τον «πατριωτισμό», τις «Νέες Ελλάδες» και τον τρόπο λήψης αποφάσεων, ειδικά αφού προέρχονται, μεταξύ άλλων, και από ανθρώπους που σε κεντρικές μάχες των εκλογών έλαβαν και υλοποίησαν κρίσιμες αποφάσεις χωρίς να τις περάσουν από κανένα όργανο! Από ανθρώπους που τώρα κατηγορούν την ηγεσία για συγκεντρωτισμό, ενώ πριν λίγους μήνες υπερασπίζονταν με πάθος γραφειοκρατικές προτάσεις-πακέτα στην ΚΕ!
Να στήσουμε λοιπόν συζητήσεις και μέτωπα με άξονα την πράξη. Διαφωνίες που καταλήγουν σε διαφορετικές αντιλήψεις για τη δράση μας, αλλιώς κουβαλάμε τρύπιες σημαίες και άδεια ιστορικά μπαούλα. Να έχουμε διαφωνίες που προκύπτουν επειδή δοκιμάσαμε τις πρακτικές μας στην κοινωνία, που αντανακλούν πραγματικές κοινωνικές πολώσεις, να ζυμώνουμε τις απόψεις μας με πραγματικούς ανθρώπους και όχι μόνο με τους χιλιόχρονους αριστερούς φίλους μας, έτσι σπάμε τη γραφειοκρατία. Να κάνουμε φέτος αυτό που δεν καταφέραμε πέρσι, όταν βάλαμε στόχο το Θερμό Φθινόπωρο για να ρίξουμε την κυβέρνηση, ακολουθήσαμε τον αγώνα των εκπαιδευτικών που βρέθηκε μπροστά μας και όταν ξεφούσκωσε ξεφουσκώσαμε κι εμείς. Να εκμεταλλευτούμε τις δημοτικές μας κινήσεις που στήθηκαν και τον κόσμο που βρήκαν. Αντί να συζητάμε ξανά και ξανά για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν τυπώνουμε σε κάθε γειτονιά τις δέκα βασικές δεσμεύσεις του για να τις μοιράζουμε και να τις συζητάμε με τον κόσμο, από ποιον το περιμένουμε; Τα στελέχη πρέπει να αποκτήσουν επιτέλους όλα συγκεκριμένες χρεώσεις και να βγουν από τα γραφεία και κυρίως να βγουν από την Αθήνα. Η εμπειρία των περιοδειών των ευρωεκλογών έδειξε πόσο μεγάλη ανάγκη έχει η περιφέρεια από την τακτική παρουσία των στελεχών. Και τέλος, όποιος θέλει να κάνει κριτική να την κάνει στις ΟΜ, στα όργανα και δημοσίως με συγκροτημένα κείμενα. Σαν αριστερός, σαν άνθρωπος της συλλογικότητας. Όχι με ατάκες και κυνήγι εντυπώσεων στο facebook. Όποιος δεν βλέπει σε αυτά τη γραφειοκρατία, είναι ήδη πολύ βαθιά μέσα της.
Καλώς ή κακώς, το μεγάλο ερώτημα μέσα στην Ιστορία ήταν πάντα όχι το «τι να λέμε;», αλλά το «τι να κάνουμε;». Αυτό που έκανε και τον Μαρξ να λέει πως το κρίσιμο για τους επαναστάτες δεν είναι να ερμηνεύουν τον κόσμο, αλλά να τον αλλάζουν. Και ποιος είναι αυτός που πιστεύει πως εδώ δεν κάνουμε σήμερα μια επανάσταση; Αλλά όσο επιμένουμε να συζητάμε πρωτίστως το τι θα λέμε στα ΜΜΕ και όχι το πώς θα έχουμε απευθείας σχέση με τους ανθρώπους ώστε να μην τα έχουμε ανάγκη τα ΜΜΕ, τόσο αυτή επανάσταση θα εκκρεμεί και θα διαστρεβλώνεται.
Εν τέλει, αριστερό δεν σε κάνει αυτό που λες, αλλά αυτό που κάνεις. Γιατί όσο πιο πολλά αριστερά πράγματα κάνει ένα κόμμα, τόσο πιο πολύ αριστερά πράγματα μπορεί να λέει, που να έχουν νόημα. Γιατί ανοίγεις δρόμους. Κι αυτός που τελικά θα κρίνει το αν είσαι επιτυχημένος ως αριστερός είναι ο κόσμος, η κοινωνία, όχι οι εγκεφαλικές κατασκευές μας. Όποιος θέλει να το ξεχνάει αυτό, απλώς θα το βρίσκει συνέχεια μπροστά του.
* Μέλος Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ ΟΜ Νέου Κόσμου, Πρόεδρος Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Παντείου Πανεπιστημίου
Όχι τόσο επειδή γίνεται σαν να έχασε το κόμμα τις εκλογές (μάλλον, σαν να τις κέρδισε με “λάθος” τρόπο), αλλά επειδή αντί να εξετάζει το τι κάνουμε ασχολείται με το τι λέμε. Αυτή η αντικατάσταση της πράξης από το λόγο, γίνεται ακόμη πιο απαράδεκτη και τυφλή, ακριβώς επειδή τα εκλογικά αποτελέσματα μας δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, βοώντας.
Η κοινωνική χρησιμότητα (των άλλων) και εμείς
Στους δήμους τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσαν μικρότερες δυνάμεις από ό,τι στις ευρωεκλογές. Αυτό αναδεικνύει γνωστά πράγματα, όπως ότι οι τοπικές κοινωνίες αλλάζουν με τους δικούς τους ρυθμούς, ότι έχουν τις δικές τους αδράνειες και λειτουργούν εκεί ακόμη πιο έντονα τα συγγενικά και κοινωνικά δίκτυα. Αναδεικνύει όμως και ότι τα πελατειακά δίκτυα που είχαν στηθεί εκεί έχουν πια μια αυτόνομη ισχύ και δεν εξαφανίζονται απλά επειδή καταρρέουν οι “μήτρες” τους, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Και όπως ξέρουμε, αυτός που κερδίζει τελικά δεν είναι αυτός που απλώς τα λέει καλύτερα, αλλά αυτός που πείθει πως μπορεί να είναι χρήσιμος. Δυστυχώς, λοιπόν, μια μορφή “κοινωνικής χρησιμότητας” είναι και οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύσσουν αυτά τα δίκτυα, διασφαλίζοντας εποχιακούς διορισμούς, χατίρια σε ντόπιους μικροεπιχειρηματίες, διευθετήσεις τοπικών υποθέσεων και άλλα τέτοια, δημιουργώντας τις σχετικές υποχρεώσεις.
Τι κατανοούμε λοιπόν; Πως οι τοπικές μας οργανώσεις δεν ήταν ακόμη τόσο γειωμένες ώστε να νικήσουν και τους μηχανισμούς, να προσφέρουν μια άλλου τύπου κοινωνική χρησιμότητα (πχ δίκτυα αλληλεγγύης) και αντί να περιμένουν να πάρουν ψήφους μέσω της σημαίας του ΣΥΡΙΖΑ, να του φέρνουν αυτές ψήφους, ενισχύοντας με την τοπική τους δράση την κεντρική αξιοπιστία του. Αντιστοίχως, εκεί που κερδήθηκαν δήμοι ήταν κυρίως σε περιοχές της Αττικής (Βύρωνας, Καισαριανή κλπ) με δυναμική παρουσία των οργανώσεων εδώ και πολλά χρόνια.
Μετά από όλα αυτά, η διαφορά των τεσσάρων μονάδων κρίνεται ως ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, ακριβώς γιατί δείχνει πως ξεπεράστηκαν πολλές τέτοιες αδυναμίες και ανεπάρκειες. Και ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν μεγαλύτερη δεν είναι πρωτίστως η μία ή άλλη απόχρωση του κεντρικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ανεπαρκής λειτουργία των οργανώσεων του ως πυρήνες πράξης και ως ιμάντες μεταφοράς των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ από πάνω προς κάτω, δοκιμής τους μέσα από την κοινωνική δράση και εμπλουτισμένης επιστροφής τους στο κόμμα. Χωρίς αυτό, χωρίς οι ΣΥΡΙΖαίοι να είναι γνωστοί στον κοινωνικό τους χώρο, χωρίς να είναι οι ίδιοι το (δραστήριο) πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή τους, δεν γίνεται να οικοδομηθούν οι κοινωνικές συμμαχίες, δεν γίνεται να στηθεί πάνω σε σταθερά πόδια μια πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Και οπωσδήποτε όχι χωρίς έναν μαζικό, πολύ μεγαλύτερο και πιο λαϊκό από σήμερα, ΣΥΡΙΖΑ.
Να κάνουμε για να έχουμε να λέμε, όχι να λέμε για να έχουμε να κάνουμε
Ήδη από τις εκλογές του 2012, η πολιτική μας δυναμική είχε αυξηθεί αναντίστοιχα της κοινωνικής μας γείωσης. Το κάρο έχει μπει μπροστά από τα άλογα. Δική μας δουλειά ήταν να τα φέρουμε στη σωστή θέση, να φτιάξουμε αναδρομικά τις σχέσεις των ανθρώπων με την Αριστερά. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την άμεση –τη σωματική– εμπλοκή όλων μας σε αυτή την υπόθεση, τη συνάντησή μας με τον κόσμο, που έχουμε πια αντίστοιχες ανάγκες να αντιμετωπίσουμε.
Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών δείχνουν πως κινούμαστε μεν σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά όχι όσο δυναμικά θα έπρεπε. Το ίδιο και τα αποτελέσματα των παρατάξεων του ΣΥΡΙΖΑ σε επαγγελματικές ενώσεις, συνδικάτα, επιμελητήρια, φοιτητικούς συλλόγους, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η ΟΛΜΕ και οι γιατροί του ΙΚΑ. Κάποιοι κάνουν μία καλοπροαίρετη κριτική σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ του 1981, που στην πορεία προς στην κυβέρνηση κέρδιζε πλειοψηφίες σχεδόν σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Όμως, το ΠΑΣΟΚ τα είχε κάνει αυτά κλιμακωτά, από το 1974 ως το 1981. Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προλαβαίνει να το κάνει με τέτοιους ρυθμούς, δεν έχει την πολυτέλεια. Η ιστορία με ένα "μπραφ" μας έφερε στο 27%. Ας σκεφτούμε πως αν το ΛΑΟΣ είχε χίλιες ψήφους παραπάνω τον Μάιο του 2012 θα ήταν στη βουλή, θα σχηματιζόταν κυβέρνηση, δεν θα πηγαίναμε ξανά σε εκλογές και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν 17%.
Το 27% του 2012 ήρθε λοιπόν ως αποτέλεσμα αγώνων, αλλά σε μεγάλο βαθμό ήταν συγκυριακό. Σήμερα, για να μην αντικαταστήσουμε και την πολιτική από την αριθμητική, πρέπει να πούμε ότι το 27% των ευρωεκλογών δεν είναι ίδιο με του 2012. Ο κόσμος που ψήφισε τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι ποσοστιαία ίδιος, αλλά έχει ποιοτική διαφορά, οι ίδιοι άνθρωποι είναι περισσότερο πεισμένοι για τον ΣΥΡΙΖΑ και σταθεροποιούν την συγκυριακή εκλογική τους επιλογή του 2012. Και πάλι όμως, η οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος και η επιρροή του σε κοινωνικούς χώρους δεν είναι ανάλογη του 27%. Αυτά λοιπόν προσπαθούμε να τα χτίσουμε εκ των υστέρων και ακόμη δεν το έχουμε καταφέρει, επειδή το κάρο τρέχει αναγκαστικά πάρα πολύ γρήγορα, λόγω των εξελίξεων. Είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθούμε να φέρουμε τα άλογα μπροστά από το κάρο, ενώ είμαστε εν κινήσει!Δηλαδή, να οικοδομήσουμε τις κοινωνικές μας συμμαχίες, την ίδια στιγμή που πάμε για το μεγάλο “ντου”, να οργανώσουμε το στρατό μας και να κάνουμε νέες στρατολογήσεις ενώ ήδη πολεμάμε και μάλιστα τη στιγμή που η μάχη κορυφώνεται. Και τις κοινωνικές συμμαχίες τις θέλουμε όχι απλώς για να μεγαλώσει το 27%, αλλά για μεγαλώσουμε την ηγεμονία των ιδεών και των πρακτικών μας, για να κερδίσουμε τη μάχη για τα μυαλά των ανθρώπων, για να μπορέσουμε όταν έρθουμε στα πράγματα να αλλάξουμε ριζικά την κατάσταση και αυτό γίνεται μόνο με τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή του κόσμου. Όμως, η ιδιαιτερότητα εδώ είναι πως όλα αυτά πρέπει να γίνουν γρήγορα και προσπαθώντας παράλληλα να φέρουμε άμεσα, τώρα, την εκλογική ανατροπή. Γιατί ξέρουμε πως ακριβώς επειδή η άνοδος του κόμματος έγινε με άλματα -και τα άλματα αφήνουν πίσω τους κενά- και επειδή η κοινωνική κατάσταση είναι ακραία, αν δεν πετύχουμε τώρα την ανατροπή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σταθεί για πολύ. Αυτό που τον συγκροτεί είναι η προοπτική της ανατροπής. Αν απομακρυνθεί, θα φυλλορροήσει.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Σίγουρα να διαμορφώσουμε ακόμη καλύτερα την στρατηγική αυτή που θα μας επιτρέψει να διαμορφώσουμε την ανατροπή άμεσα. Αύριο. Και σε αυτό νομίζω πως συμφωνούμε. Αλλά φαίνεται πως διαφωνούμε σε κάτι άλλο. Πολλοί μοιάζουν να νομίζουν πως το κύριο κομμάτι μιας στρατηγικής είναι το τι λες. Όμως, το πιο δομικό στοιχείο είναι πάντα το τι κάνεις. Όχι μόνο επειδή ο μαρξισμός είναι η φιλοσοφία της πράξης. Όχι μόνο επειδή ο Ένγκελς έλεγε πως ένα γραμμάριο δράσης αξίζει όσο ένας τόνος θεωρίας. Ούτε επειδή ο Μάο έλεγε πως το κριτήριο της αλήθειας δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινωνική πράξη. Αλλά επειδή η πολιτική μας πείρα μας λέει πως αυτός που κερδίζει είναι αυτός που δίνει απαντήσεις, προσφέρει άμεσες λύσεις και πείθει τον κόσμο να συμμετάσχει. Από το ΕΑΜ που κέρδιζε τους ανθρώπους επειδή έλεγαν πως «μας έσωσε από την πείνα» και έτσι πείθονταν πως μετά «θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά», μέχρι τους Αδερφούς Μουσουλμάνους (για να χρησιμοποιήσω δύο ιδεολογικά απολύτως άσχετα παραδείγματα και να δείξω πως το κοινό στοιχείο της επιτυχίας τους ήταν η μεθοδολογία της δράσης τους) που κέρδιζαν τις εκλογές στις χώρες της Αραβικής Άνοιξης επειδή ξανάχτιζαν τα γκρεμισμένα σπίτια των ανθρώπων και τους έβρισκαν φάρμακα για να μην πεθαίνουν, αυτός που κερδίζει είναι αυτός που ποντάρει στην πράξη. Η ιδεολογία υπάρχει ως κίνητρο, συνεκτικό στοιχείο και ορίζοντας της πράξης. Και ο λόγος υπάρχει για να προωθεί αυτήν την πράξη.
Στρατηγική λοιπόν είναι -κυρίως- το πως θα μετατρέπεις την κοινωνική δυσαρέσκεια σε κοινωνικές αναστατώσεις, πως θα φουσκώνεις τις αντιδράσεις που υπάρχουν ήδη, πως θα προκαλείς εσύ ο ίδιος κινήματα, πως θα συμβάλεις στον συντονισμό τους. Το κάνουμε αυτό επαρκώς; Τότε γιατί εδώ και σαράντα μέρες δίπλα στις καθαρίστριες του υπουργείου οικονομικών βρίσκεται βασικά μια χούφτα μελών της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ; Και γιατί αυτό δεν απασχόλησε καθόλου την μετεκλογική αρθρογραφία των στελεχών; Γιατί αντί να εγκαλούνται τα στελέχη και τα μέλη του κόμματος και η συνολική λειτουργία του για το ότι δεν είμαστε επαρκώς μέσα σε αυτόν τον αγώνα, εμφανίζονται διαρκώς κείμενα που ξιφουλκούν σε κενό αέρος ενάντια στον «πατριωτισμό», στις «Νέες Ελλάδες», στις πρωτοβουλίες των ηγετικών ομάδων και τα συναφή. Και γιατί δεν συζητάμε τι μέτωπα μπορούμε να στήσουμε με τις μεγάλες νίκες σε Αττική και Ιόνια, πως θα συνδυάσουμε εκεί, με φαντασία και δίνοντας χώρο στη λαϊκή δημιουργικότητα και αυτενέργεια, την θεσμική με την κινηματική μας δράση, πως θα στήσουμε εκεί τους ανθρώπους στα πόδια τους; Γιατί αντί να στραφεί το βλέμμα προς την κοινωνία, στρέφεται προς τα μέσα;
Για τον κόσμο, χωρίς τον κόσμο;
Πολλά μπορεί να πει κανείς σε αυτή τη συζήτηση, περί “πατριωτισμών” και άλλων τινών «προνομιακών πεδίων» ορισμένων συντρόφων. Αλλά σε αυτό το κείμενο επιλέγω να μην το κάνω. Επιλέγω να μιλήσω περί της μεθοδολογίας. Για το πώς γίνεται η κριτική μέσα στο Κόμμα, για το πως γίνεται η πράξη. Για το πώς ορίζονται πλευρές.
Όπως έχει γραφτεί κι αλλού, υπάρχουν στο κόμμα στελέχη και μέλη που από το φόβο μιας “κεντρώας στροφής” του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουν να στενεύουν πολύ τις κοινωνικές συμμαχίες και να φοβούνται την μαζική είσοδο νέων μελών στις ΟΜ, ανθρώπων που πριν ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, υπό τη σκέψη πως θα είναι φορείς μικροαστικής ιδεολογίας και θα μας αλλοιώσουν. Πράγματι, στο μυαλό κάποιων ίσως ευδοκιμεί ένα κοντόφθαλμο σκεπτικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πιάσει ένα κοινωνικό ταβάνι με το 27% και πρέπει να αποκτήσει λίγο πιο κεντρώα χαρακτηριστικά για να γίνει αρεστός και σε λιγότερο χτυπημένα από την κρίση κοινωνικά στρώματα. Όντως, μια τέτοια λογική χρειάζεται πολιτική αντιμετώπιση. Όχι όμως με μια επιφανειακή και αφελή τακτική που φτάνει στον οικονομισμό και προτείνει απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ “να απευθυνθεί στους άνεργους”, λες και αυτοί εκτός από άνεργοι δεν είναι τίποτε άλλο, συντηρητικοί, προοδευτικοί, πατριώτες, επαρχιώτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι!
Αντιθέτως, χρειάζεται να δείξουμε πως χωρίς μια πολιτική ριζικής αναδιανομής των εισοδημάτων και της δημοκρατικής ισχύος υπέρ των χτυπημένων από την κρίση, οι σχεδιασμοί περί της παραγωγικής ανασυγκρότησης μπορεί να μην έχουν κανένα νόημα. Αλλά το μυστικό είναι πως για να διασφαλιστούν αυτά δεν αρκεί να πειστούν κάποια κομματικά κέντρα. Γιατί οι πιέσεις που θα δεχτεί η κυβέρνηση της Αριστεράς και μαζί της ο λαός θα είναι τεράστιες. Αυτό λοιπόν που μπορεί να διασφαλίσει την αντοχή απέναντι στις πιέσεις είναι ο ίδιος ο κόσμος, όχι οι «ειδικοί» της Αριστεράς. Και ειδικά ο νέος κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κόσμος της ανεργίας και της επισφάλειας που ό,τι κι αν ψήφιζε ως τώρα, ίσως έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη τον ΣΥΡΙΖΑ από εμάς που τον ψηφίζουμε εδώ και τόσα χρόνια. Η αθρόα είσοδος νέων μελών, η “εισβολή” των μαζών στο κόμμα μας (που πρέπει να την οργανώσουμε και όχι να τη φοβόμαστε) είναι που θα προσφέρει την εγγύηση πως τίποτα δεν θα πάει «δεξιά». Οι άνθρωποι αυτοί που πρώτοι θα αντιδράσουν απέναντι σε ενδεχόμενες ενδοτικές τάσεις του κομματικού μηχανισμού -επειδή αυτές θα πηγαίνουν κόντρα στις ανάγκες τους και όχι απλώς στην ιδεολογία τους- είναι αυτοί που θα διασφαλίσουν, δυνητικά, τον αριστερό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί αποτελούν μία όχι ικανή από μόνη της, αλλά αναγκαία συνθήκη για τον αριστερό και ταξικό ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτόν τον κόσμο είναι όμως που φοβούνται κάποιοι σύντροφοι, γιατί πιστεύουν πως θα αλλάξει τον πολιτικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, πως θα τον κάνει πιο μικροαστικό. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ενώ ομνύουν κατά τα άλλα στην ταξική πάλη και στην ανάγκη να ανοίξουμε χώρο για τον αυθορμητισμό και την επινοητικότητα των «από κάτω», πιστεύουν πως οι ίδιοι, ασχέτως του αν πλήττονται ή όχι από την κρίση, αποτελούν, χάρη στην ιδεολογία τους και μόνο, τους θεματοφύλακες της αριστερής γραμμής του κόμματος απέναντι στον κίνδυνο της αλλοτρίωσης από τις μάζες των πρώην μικροαστών, πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, αλλά τσακισμένων ταξικά από την κρίση. Και αν κανείς θέλει να το διαψεύσει, ας μας πει: για ποιο λόγο στην πυκνή αρθρογραφία αυτών των ημερών έχει τόσο μικρή θέση το ζήτημα της μαζικοποίησης του κόμματος; Γιατί δεν αναφέρεται κάποιο σχέδιο; Εκτός εάν πιστεύουμε πως για να μαζικοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε με κάθε λεπτομέρεια το τι ακριβώς θα λέμε για την «πατρίδα»!
Στο ίδιο έργο (χωρίς) θεατές
Κάπου εδώ όμως, πρέπει να το πούμε καθαρά. Βλέπουμε ένα έργο να ξαναπαίζεται. Στο κόμμα επιχειρείται να γίνει αυτό που πριν ένα χρόνο έγινε στην Νεολαία, όταν μέσα στη φωτιά των Μνημονίων, ένα ολόκληρο συνέδριο οργανώθηκε πάνω σε μια θολή συζήτηση για την εσωκομματική δημοκρατία -χωρίς σαφείς αιχμές, χωρίς ρητές αντιπροτάσεις- αντί να συζητιούνται οι μορφές που θα έπρεπε να έχει η δράση μας για να γυρίσουμε τον κόσμο ανάποδα. Κοιτάξαμε προς τα μέσα, αντί για έξω. Και σε αυτό υπάρχει απόλυτη ευθύνη για το ότι η Νεολαία έχει βρεθεί σήμερα ουσιαστικά απροετοίμαστη απέναντι στις ανάγκες της συγκυρίας, χωρίς επαρκή εμπλοκή στους αγώνες και βασικά άμαζη. Και στην ίδια κατεύθυνση παρασύρρονται πολλοί στο κόμμα.
Δεν μπορούν λοιπόν να οριστούν εσωκομματικές πλευρές πάνω σε ζητήματα τόσο επί μέρους. Η συζήτηση αυτή στη Νεολαία έδειξε πολύ γρήγορα τα όρια της. Το ίδιο έχει γίνει ήδη, με τις άκαιρες πολώσεις στο Κόμμα για τον «πατριωτισμό», τις «Νέες Ελλάδες» και τον τρόπο λήψης αποφάσεων, ειδικά αφού προέρχονται, μεταξύ άλλων, και από ανθρώπους που σε κεντρικές μάχες των εκλογών έλαβαν και υλοποίησαν κρίσιμες αποφάσεις χωρίς να τις περάσουν από κανένα όργανο! Από ανθρώπους που τώρα κατηγορούν την ηγεσία για συγκεντρωτισμό, ενώ πριν λίγους μήνες υπερασπίζονταν με πάθος γραφειοκρατικές προτάσεις-πακέτα στην ΚΕ!
Να στήσουμε λοιπόν συζητήσεις και μέτωπα με άξονα την πράξη. Διαφωνίες που καταλήγουν σε διαφορετικές αντιλήψεις για τη δράση μας, αλλιώς κουβαλάμε τρύπιες σημαίες και άδεια ιστορικά μπαούλα. Να έχουμε διαφωνίες που προκύπτουν επειδή δοκιμάσαμε τις πρακτικές μας στην κοινωνία, που αντανακλούν πραγματικές κοινωνικές πολώσεις, να ζυμώνουμε τις απόψεις μας με πραγματικούς ανθρώπους και όχι μόνο με τους χιλιόχρονους αριστερούς φίλους μας, έτσι σπάμε τη γραφειοκρατία. Να κάνουμε φέτος αυτό που δεν καταφέραμε πέρσι, όταν βάλαμε στόχο το Θερμό Φθινόπωρο για να ρίξουμε την κυβέρνηση, ακολουθήσαμε τον αγώνα των εκπαιδευτικών που βρέθηκε μπροστά μας και όταν ξεφούσκωσε ξεφουσκώσαμε κι εμείς. Να εκμεταλλευτούμε τις δημοτικές μας κινήσεις που στήθηκαν και τον κόσμο που βρήκαν. Αντί να συζητάμε ξανά και ξανά για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν τυπώνουμε σε κάθε γειτονιά τις δέκα βασικές δεσμεύσεις του για να τις μοιράζουμε και να τις συζητάμε με τον κόσμο, από ποιον το περιμένουμε; Τα στελέχη πρέπει να αποκτήσουν επιτέλους όλα συγκεκριμένες χρεώσεις και να βγουν από τα γραφεία και κυρίως να βγουν από την Αθήνα. Η εμπειρία των περιοδειών των ευρωεκλογών έδειξε πόσο μεγάλη ανάγκη έχει η περιφέρεια από την τακτική παρουσία των στελεχών. Και τέλος, όποιος θέλει να κάνει κριτική να την κάνει στις ΟΜ, στα όργανα και δημοσίως με συγκροτημένα κείμενα. Σαν αριστερός, σαν άνθρωπος της συλλογικότητας. Όχι με ατάκες και κυνήγι εντυπώσεων στο facebook. Όποιος δεν βλέπει σε αυτά τη γραφειοκρατία, είναι ήδη πολύ βαθιά μέσα της.
Καλώς ή κακώς, το μεγάλο ερώτημα μέσα στην Ιστορία ήταν πάντα όχι το «τι να λέμε;», αλλά το «τι να κάνουμε;». Αυτό που έκανε και τον Μαρξ να λέει πως το κρίσιμο για τους επαναστάτες δεν είναι να ερμηνεύουν τον κόσμο, αλλά να τον αλλάζουν. Και ποιος είναι αυτός που πιστεύει πως εδώ δεν κάνουμε σήμερα μια επανάσταση; Αλλά όσο επιμένουμε να συζητάμε πρωτίστως το τι θα λέμε στα ΜΜΕ και όχι το πώς θα έχουμε απευθείας σχέση με τους ανθρώπους ώστε να μην τα έχουμε ανάγκη τα ΜΜΕ, τόσο αυτή επανάσταση θα εκκρεμεί και θα διαστρεβλώνεται.
Εν τέλει, αριστερό δεν σε κάνει αυτό που λες, αλλά αυτό που κάνεις. Γιατί όσο πιο πολλά αριστερά πράγματα κάνει ένα κόμμα, τόσο πιο πολύ αριστερά πράγματα μπορεί να λέει, που να έχουν νόημα. Γιατί ανοίγεις δρόμους. Κι αυτός που τελικά θα κρίνει το αν είσαι επιτυχημένος ως αριστερός είναι ο κόσμος, η κοινωνία, όχι οι εγκεφαλικές κατασκευές μας. Όποιος θέλει να το ξεχνάει αυτό, απλώς θα το βρίσκει συνέχεια μπροστά του.
* Μέλος Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ ΟΜ Νέου Κόσμου, Πρόεδρος Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων Παντείου Πανεπιστημίου