Ήταν μια από πολλές απόψεις παράξενη περίπτωση κατά την γνώμη του γράφοντος, αλλά και παρά τις όποιες αδυναμίες του ένας γνήσιος λαϊκός ηγέτης. Πέρασε το 1/3 της ζωής του στις φυλακές και στις εξορίες και ακόμη περίπου εικοσιπέντε χρόνια στις επάλξεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής, ως Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ.
Ένας άνθρωπος που δεν πρέπει να φοβόταν απολύτως τίποτα. Το 1999 ήταν στην Γιουγκοσλαβία στο ίδιο ξενοδοχείο που είχαν καταλύσει οι Έλληνες δημοσιογράφοι. Ξαφνικά σε κοντινή απόσταση χτυπήθηκε το κτίριο της Ραδιοτηλεόρασης και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι ακόμη και μέσα στην νύχτα. Ο ίδιος παρέμεινε στην θέση του σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.
Ο γράφων συνάντησε τον Χαρίλαο Φλωράκη για τελευταία φορά σε δύο πεντάωρες συναντήσεις τον Ιανουάριο του 1999 και συγκεκριμένα στις 18 και στις 30.
Στόχος, μια κουβέντα για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της Αριστεράς στην Ελλάδα, για πρόσωπα, πράγματα και κυρίως για την σχέση του με τον Κώστα Κάππο στα δύσκολά χρόνια της συνύπαρξης τους στο ΚΚΕ από το 1974 μέχρι και το 1989.
Οι συναντήσεις διήρκεσαν από περίπου πέντε ώρες την κάθε φορά. Στην πρώτη και μετά τις διάφορες γενικόλογες κουβέντες, ο Χαρίλαος Φλωράκης ρώτησε τον γράφοντα μετά από περίπου 3μισή ώρες για τον σκοπό της επίσκεψης του. Μοναδικός ο Χαρίλαος σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Ήθελε να έχει τα πάντα και όλα υπό τον έλεγχο του, κατευθύνοντας την συζήτηση προς τα εκεί που ήθελε, με ένα μοναδικό “μαεστρικό” τρόπο.
Όταν άκουσε τον πραγματικό λόγο της επίσκεψης κάπως σαν να “κουμπώθηκε”. Ήταν πιθανώς το μοναδικό πράγμα που δεν περίμενε να ακούσει. Κάθισε στο γραφείο του κάνοντας πως παρακολουθεί την τηλεόραση που ήταν ανοιχτή σε κάποιο σοβιετικό κανάλι και έκανε πως σκέφτεται.
“Για ότι θέλεις θα σου πω εκτός από τον πατέρα σου”. Mε παραξενεύει μέχρι και σήμερα η απάντηση του. Σαν κάτι να τον φόβιζε. Να τον ενοχλούσε και ίσως να τον στεναχωρούσε.
Την πιο λογική εξήγηση μου την έδωσε μετά από χρόνια ένας από τους σοφότερους πολιτικά και ιδεολογικά ανθρώπους (άσχετα εάν πολλοί διαφωνούν μαζί του για τα “ανησυχητικά ενδιαφέροντα” γραφόμενα του) εδώ και πολλά χρόνια, παραμένει μια μοναδική περίπτωση γραφιά διανοούμενου και βαθύ γνώστη της μαρξιστικής θεωρίας.
«Δεν περίμενε πως το 1989 θα έφευγε από κοντά του. Ήταν βαθιά κομματικός ο πατέρας σου όπως και ο Χαρίλαος. Δεν περίμενε σε καμία περίπτωση πως θα έφευγε από το ΚΚΕ». Στα σκαλιά της Παλιάς Βουλής στην μεγάλη εκδήλως που διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 στην μνήμη του Κώστα Κάππου.
Μια μάλλον λογική εξήγηση.
Ο Χαρίλαος άρχισε να μου μιλάει για πολλούς και για πολλά εκείνο το απόγευμα. Με τον δικό του μοναδικό τρόπο, μου μίλησε για την Μαρία, για τον Παναγιώτη, τον Αλέκο, τον Μίμη και για άλλα τινά. Μιλούσε φυσικά γι΄ αυτά που ήθελε και που μόνο αυτός ήξερε να “μαστορεύει” και να “στρογγυλεύει”.
Παραδέχτηκε κάποια λίγα, έκανε πως δεν άκουσε ακόμη περισσότερα για πρόσωπα και πράγματα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ΚΚΕ από το 1974 μέχρι το 1989.
«Αν και δεν νομίζω πως θα αλλάξετε γνώμη, εγώ θα ήθελα να έλθω ξανά σε δώδεκα μέρες για να το ξανασυζητήσουμε». Έκανε πως το σκέφτηκε ξανά και συναίνεσε ρουμελιώτικα. Αλλά και στις 30 Ιανουαρίου δεν άλλαξε απολύτως τίποτα στις προθέσεις και τις απόψεις του αναφορικά για το εάν θα έπρεπε να μιλήσει για τον Κώστα Κάππο.
Ήξερε την πολιτική, τα κρυφά και φανερά τερτίπια της όσο λίγοι. Ο “ελιγμός” στρατηγικός και μη, ήταν πάντα στο DNA του. Το 1978 βρίσκονταν σε ένα ταξίδι στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας. Παρέα του ο Μίκης Θεοδωράκης και κάμποσοι σοβιετικοί σύντροφοι.
Τους ακούει ένας καθηγητής της ιατρικής να συζητούν και τον Μίκη να παίζει πιάνο. Εντυπωσιάζεται και λέει στον Χαρίλαο: «Ο σύντροφος Θεοδωράκης κοσμεί το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας». Ο Χαρίλαος το μεταφράζει στον Μίκη και εισπράττει μια κάτι παραπάνω από πληρωμένη απάντηση. «Εγώ για την Ελλάδα δεν είμαι παρά ένα πρόβλημα…».
Ο Χαρίλαος ξέρει και πρέπει να ξέρει. Τον αγαπάει τον Μίκη, ξέροντας πως συμφωνείς, διαφωνείς μαζί του είναι μια προσωπικότητα παγκόσμιας εμβέλειας που συμβαδίζει με την Ελλάδα του 20ου αιώνα.
Ξέρει πως και διακόσια χρόνια να περάσουν, θα έχουν ξεχαστεί πολιτικοί και πρωθυπουργοί, ακόμη και ο ίδιος αλλά ο Μίκης θα παραμένει πάντα “ζωντανός”!
Tα καλύτερα του χρόνια τα έδωσε στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο. Είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει. Ο καπετάν Γιώτης έφτασε στα ανώτερα και στα ανώτατα αξιώματα του ΔΣΕ. Διοικητής της 1ης Μεραρχίας από το 1946 μέχρι το 1949, έζησε νίκες και ήττες. Μάχες με νεκρούς δίπλα του, το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής και το μίσος σε μια Ελλάδα που ήταν “σπασμένη” σε δύο κομμάτια.
Δυνατός πολέμαρχος καταφέρνει να φτάσει μετά την ήττα τον Αύγουστο του 1949 από τα Άγραφα στην Αλβανία, μαζεύοντας στο μεσοδιάστημα και πολλούς ξεκομμένους με κάμποσα μπρος-πίσω προς τα πάνω και προς τα κάτω.
«Ο πόλεμος έχει τους δικούς του νόμους και την δική του λογική. Παντού και πάντα ήταν ο σκληρότερος πόλεμος. Δεν πρέπει να συγχέουμε το θέμα των θυμάτων, που είναι θέμα των συγκρούσεων με άλλες αντιλαϊκές πράξεις. Το ΚΚΕ εξωθήθηκε στην ένοπλη πάλη, δεν ήταν καθαρή επιδίωξη του, αλλά δεν νομίζω πως το λάθος ήταν αυτό αλλά η αναποφασιστικότητα του!!». Ένα μικρό κομμάτι από συνέντευξη που είχε δώσει στον Σταύρο Ψυχάρη στο «Βήμα» το 1977.
Προέρχονταν από μικροαστική εύπορη οικογένεια, είχε μάθει από πολύ μικρή ηλικία να ξεχωρίζει το δίκιο από το άδικο. Μια οικογένεια με έξι παιδιά, με το τέταρτο να γίνεται κομμουνιστής ηγέτης.
Ο μύθος που παραμένει όπως κάθε μύθος ανεπιβεβαίωτος λέει πως η γιαγιά του Σουλτάνα με την οποία μεγάλωσε μέχρι την ηλικία των δέκα χρόνων στο Ζογλόπι των Αγράφων ήταν άθελα της ο άνθρωπος που πιθανώς να επηρέασε όσο κανείς άλλο την παραπέρα ζωή του.
Τον μεγάλωσε με τα παραμύθια και τις αφηγήσεις για τους αμαρτωλούς και τους κλέφτες που πιθανώς πολλοί εξ΄ αυτών να ήταν και πρόγονοι του. Κατάλαβε πολύ νωρίς την σημασία και το νόημα της λέξης «αγώνας».
Όταν οι χωρικοί πήγαιναν στην Καρδίτσα στο παζάρι της Τετάρτης για να πουλήσουν τα ελάχιστα καυσόξυλα που είχαν κόψει, και όχι για να πάρουν ως αντάλλαγμα κάτι σοβαρό παρά λίγο καλαμπόκι. Δεν είχαν που να μείνουν γιατί τα χάνια ήταν πολύ ακριβά και πολλά από τα βράδια έβρισκαν καταφύγιο στην αποθήκη του Γιάννη Φλωράκη.
Ο Χαρίλαος ήξερε από πως πέρα από την άνεση της δικής του ζωής, υπήρχε και ένας κόσμος που ήταν σκληρός στην καθημερινότητα, στον αγώνα για την επιβίωση και συνεπώς κατάλαβε από πολύ νωρίς πως δεν ήταν όλοι ίδιοι.
Το σχολείο του ήταν κοντά στο Εργατικό Κέντρο της Καρδίτσας και καθημερινά παρατηρεί τους καπνεργάτες να αγωνίζονται και να παλεύουν με στόχο να βελτιώσουν την καθημερινότητα τους. Ήταν η αρχή για την εβδομηντάχρονη και πέρα πορεία του στην Αριστερά και στο επαναστατικό κίνημα τής χώρας
Μια μοναδική πορεία και ιστορία που παρά τα πολλά συν και πλην κρύβει μια τραυματική μαγεία που θα ζήλευαν πολλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου