ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Α. Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ
1. Συστήνεται Επιτροπή Δεοντολογίας, ως ανεξάρτητο όργανο του Κόμματος, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Έλεγχος της συμπεριφοράς (πράξεων, παραλείψεων κ.λπ.) των μελών του Κόμματος, με βάση το καταστατικό και τον παρόντα κώδικα δεοντολογίας.
β) Έκδοση αποφάσεων για τα ελεγχόμενα μέλη του Κόμματος.
2. Η Επιτροπή αποτελείται από δεκαπέντε (15) τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, που αναπληρώνουν κατά τη σειρά εκλογής τους τα τακτικά του αντίστοιχου φύλου.
Τα μέλη της εκλέγονται από το Συνέδριο του Κόμματος σε ενιαίο ψηφοδέλτιο με ισότιμη αντιπροσώπευση των φύλων.
Από την σειρά κατάταξης σταυρών, με ισάριθμη αντιπροσώπευση των φύλων (50/50), οι δεκαπέντε πρώτες/οι είναι τα τακτικά μέλη, οι δεκαπέντε (15) επόμενες/οι τα αναπληρωματικά μέλη, οι δε υπόλοιπες/οι αποτελούν τη λίστα επιλαχουσών/όντων και καταλαμβάνουν τη θέση τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους που τυχόν αποχωρήσει οριστικά από την Επιτροπή για οποιουσδήποτε λόγους.
Η θητεία των μελών της Επιτροπής ακολουθεί τη θητεία των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, μεταξύ δύο διαδοχικών συνεδρίων.
3. Υποψήφια/ος μπορεί να είναι οποιαδήποτε/οποιοσδήποτε έχει την ιδιότητα του μέλους του Κόμματος εφόσον έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη ως μέλος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
4. Ασυμβίβαστα:
Η ιδιότητα του μέλους της Επιτροπής Δεοντολογίας είναι ασυμβίβαστη με οποιοδήποτε άλλο δημόσιο ή κομματικό αξίωμα.
Σε περίπτωση που εκλεγείς/είσα στην Επιτροπή Δεοντολογίας κατέχει τέτοιο αξίωμα, οφείλει να επιλέξει κατά την πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Δεοντολογίας μεταξύ των δύο.
Δεν μπορεί επίσης να εκλεγεί μέλος της Επιτροπής Δεοντολογίας όποιος/α έχει τιμωρηθεί για πειθαρχικά παραπτώματα, πριν την πάροδο πέντε (5) ετών από την επιβολή της ποινής αυτής, αν πρόκειται για αναστολή της ιδιότητας του μέλους ή διαγραφή, ή δύο (2) ετών από την επιβολή άλλης ελαφρύτερης ποινής.
Τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας υπάγονται και τα ίδια στον παρόντα Κώδικα και Κανονισμό. Μέλος της Επιτροπής Δεοντολογίας που τιμωρείται για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα κατά τα παραπάνω ή που αναλαμβάνει οποιοδήποτε κομματικό ή δημόσιο αξίωμα, εκπίπτει αυτοδίκαια από τη θέση του στην Επιτροπή Δεοντολογίας.
5. Εχεμύθεια
Με την κατάθεση και εισαγωγή μιας καταγγελίας/αναφοράς ενώπιον της Επιτροπής, απαγορεύεται η γνωστοποίηση στοιχείων της υπόθεσης σε μέλη του Κόμματος ή δημόσια, έως ότου η Επιτροπή καταλήξει σε πόρισμα. Τυχόν παραβίαση του απορρήτου επισύρει την ποινή της αυτοδίκαιης παύσης του μέλους της Επιτροπής.
6. Πρόεδρος και Αναπληρωτής/τρια Πρόεδρος της Επιτροπής
Η/Ο Πρόεδρος διευθύνει τις συνεδριάσεις της Επιτροπής και έχει την ευθύνη για την υλοποίηση του προγραμματισμού συνεδριάσεων και ακροάσεών της, τη συγκέντρωση αναφορών ή καταγγελιών για πιθανές παραβιάσεις, τη συλλογή των σχετικών εγγράφων της υπόθεσης, τον ορισμό εισηγητή και των μελών του Συμβουλίου, την ενημέρωση της/του Γραμματέα του Κόμματος για την εισαγωγή θεμάτων στην Επιτροπή.
Όταν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο ή σε περίπτωση που συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης στο πρόσωπό του/της σύμφωνα με όσα προβλέπονται παρακάτω, ο/η Πρόεδρος αναπληρώνεται από τον/την αναπληρωτή/αναπληρώτρια Πρόεδρο, που έχει όλες τις σχετικές αρμοδιότητες και εξουσίες.
7. Εισηγητής/ Συμβούλιο
Η/Ο εισηγήτρια/τής έχει την ευθύνη για την προκαταρτική εξέταση της υπόθεσης, υποβάλλοντας προς την Επιτροπή: πρόταση προγραμματισμού ακροάσεων, συγκέντρωση εγγράφων κρίσιμων για την υπόθεση, συνόψιση της καταγγελίας και εν τέλει σύνταξη εισήγησης προς την Επιτροπή Δεοντολογίας. Το έργο του εισηγητή συνεπικουρούν δύο (2) ακόμα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας, τα οποία από κοινού με την/τον εισηγήτρια/τη αποτελούν το Συμβούλιο για κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.
8. Στην Επιτροπή παρέχονται όλα τα μέσα, προκειμένου να ανταποκριθεί με επάρκεια στα καθήκοντα της. Ειδικότερα:
Η Επιτροπή έχει γραμματέα, που ορίζεται από την/τον Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής, μετά από σύμφωνη γνώμη, της/του Προέδρου της Επιτροπής. Η/Ο γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου, έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών των συνεδριάσεων, της φύλαξης των αρχείων της και υποστηρίζει την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής και την/τον εισηγήτρια/τή της κάθε υπόθεσης κατά την εκτέλεση του έργου τους. Για την τεχνική και διοικητική υποστήριξη του έργου της Επιτροπής μπορούν να διατίθενται και επιπλέον εργαζόμενες/οι, κατόπιν αιτήματος της/του Προέδρου της Επιτροπής προς την/τον Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής.
Β. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ – ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ
1. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ορίζει το Καταστατικό του Κόμματος, ιδίως στα άρθρα 5 (δικαιώματα μέλους) και 6 (υποχρεώσεις μέλους).
Κάθε μέλος έχει υποχρέωση να συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά κινήματα, στις συνδικαλιστικές ή κοινωνικές οργανώσεις στους χώρους ζωής και δράσης του. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η συμμετοχή και δραστηριοποίησή του σε ψηφιακές πρωτοβουλίες, δικτυώσεις και δράσεις, υπερασπιζόμενο και προωθώντας τις θέσεις και τις απόψεις του Κόμματος και συμπεριφερόμενο δημόσια και στο εσωτερικό του Κόμματος με το ήθος που αρμόζει στις θεμελιώδεις αρχές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
2. Η λειτουργία του Κόμματος σε όλα τα επίπεδα χαρακτηρίζεται από τη δημοκρατία και την ελευθερία της γνώμης και του λόγου. Κάθε μέλος έχει υποχρέωση να σέβεται την προσωπικότητα των υπόλοιπων μελών και να συμπεριφέρεται δημόσια (λ.χ. στα ΜΜΕ, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.) και στο εσωτερικό του Κόμματος με το ήθος που αρμόζει στις θεμελιώδεις αρχές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, απέχοντας από κάθε έκφραση μισαλλοδοξίας, ρατσισμού, σεξισμού ή με άλλο τρόπο στιγματισμού κοινωνικών ομάδων.
3. Οι αποφάσεις των οργάνων και των οργανώσεων είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα έκφρασης της διαφορετικής άποψης σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 5 του Καταστατικού. Τα μέλη προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των κομματικών διαδικασιών και δεν επιτρέπουν να διαρρεύσουν εμπιστευτικές πληροφορίες.
4. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο τους, πρέπει να αποφεύγουν πράξεις και συμπεριφορές που ζημιώνουν το Κόμμα και παραβιάζουν τις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προσωπικής ακεραιότητας. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία που εκλέγονται ή τοποθετούνται σε δημόσιες θέσεις, τηρούν τους ειδικούς κανόνες ευθύνης που ισχύουν για όσους κατέχουν αυτές τις θέσεις. Για τον πειθαρχικό έλεγχο των μελών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία που κατέχουν δημόσιες θέσεις, καταρτίζεται ειδικός κανονισμός από την Επιτροπή Δεοντολογίας, σε συνεργασία με τη γραμματεία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και άλλα συναρμόδια όργανα του Κόμματος, ο οποίος εγκρίνεται από την Κεντρική Επιτροπή.
5. Στην Επιτροπή εισάγονται υποθέσεις, είτε με τη μορφή της καταγγελίας για συγκεκριμένο πρόσωπο ή πρόσωπα, είτε με τη μορφή της αναφοράς για παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας, χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένων προσώπων.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης:
(α) αυτεπαγγέλτως, για θέματα που περιέρχονται σε γνώση της καθ' οιονδήποτε τρόπο (π.χ. από τον Τύπο)
(β) μετά από καταγγελία του παθόντος/της παθούσας, όταν η αντικαταστατική ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά προσβάλλει τα δικαιώματα άλλου μέλους που κατοχυρώνονται στο παρόν καταστατικό
(γ) μετά από παραπομπή από:
- την Οργάνωση Μελών (ΟΜ) στην οποία ανήκει η/ο ελεγχόμενη/ος.
-την Νομαρχιακή Επιτροπή (ΝΕ) στην οποία ανήκει ή υπάγεται η/ο ελεγχόμενη/ος.
- την Κεντρική Επιτροπή, την/τον Γραμματέα ή την/τον Πρόεδρο του Κόμματος.
6. Ως ελεγχόμενα παραπτώματα μπορούν ενδεικτικά να προσδιοριστούν τα ακόλουθα:
α) Η παραβίαση του παρόντος Κώδικα καθώς και των καταστατικών αρχών του Κόμματος.
β) Η καθοιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση αξιώματος για ιδιοτελείς σκοπούς.
γ) Η παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού της προσωπικότητας των μελών και της υποχρέωσης συμπεριφοράς με βάση τις αξίες του Κόμματος και το ήθος που αρμόζει στις θεμελιώδεις αρχές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
δ) Η καταστρατήγηση του δημοσίου συμφέροντος προς όφελος ιδιωτών.
γ) Η αδιαφανής και μη συλλογική συμπεριφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη του Κόμματος στο συγκεκριμένο χώρο ευθύνης ή δράσης.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας μπορεί επίσης να κινήσει αυτεπάγγελτα πειθαρχικό έλεγχο για κάθε περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης ή άλλης αστικής ή διοικητικής υπόθεσης που αφορά μέλος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, εφ' όσον από τη φύση ή το περιεχόμενο της υπόθεσης ενδέχεται να προκύπτει παραβίαση του καταστατικού ή του παρόντος κώδικα.
Γ. ΚΥΡΩΣΕΙΣ
1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας μεριμνά για την τήρηση του καταστατικού και τη συμμόρφωση των μελών με τις αρχές του Κόμματος. Οφείλει να ελέγχει τις υποθέσεις που επιλαμβάνεται, με απαρέγκλιτη τήρηση των δικαιικών αρχών και των καταστατικών εγγυήσεων, με απόλυτο σεβασμό προς τα πρόσωπα που εγκαλούνται. Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ μελών του Κόμματος οφείλει να εξαντλεί κάθε προσπάθεια επίτευξης συμβιβαστικής λύσης. Η Επιτροπή Δεοντολογίας οφείλει, κατά τον έλεγχο των υποθέσεων, να αντιδιαστέλλει κάθε φορά τις τυχόν πολιτικές διαφωνίες ή διαφορές, ακόμα και τις έντονες, τις οποίες δεν είναι αρμόδια να ελέγξει, από τις πράξεις ή παραλείψεις που ελέγχονται ως ηθικά απαξιωτικές ή υλικά βλαπτικές για φορείς και πολίτες.
2. Σε περίπτωση παραβίασης του καταστατικού και του παρόντος Κώδικα επιβάλλει τις εξής κυρώσεις, ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος:
α) Σύσταση
β) Επίπληξη
γ) Αναστολή της ιδιότητας του μέλους για ορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος
δ) Διαγραφή.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
1. Η Επιτροπή συγκαλείται προς συγκρότηση, μετά από πρόσκληση της/του πλειοψηφούσας / ούντος μέλους της, και εκλέγει με μυστική ψηφοφορία την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής, καθώς και την/τον αναπληρώτρια/τή Πρόεδρο.
Σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της/του ή παραβίασης οποιασδήποτε από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καταστατικό και τον παρόντα Κανονισμό, μπορεί να υποβληθεί πρόταση μομφής κατά της/του Προέδρου ή/και κατά της/του αναπληρώτριας/τή Προέδρου, που υπογράφεται τουλάχιστον από τα 2/3 των τακτικών μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας. Η υποβολή της πρότασης μομφής διακόπτει υποχρεωτικά την πρόοδο εξέτασης όλων των εκκρεμών υποθέσεων και εισάγεται άμεσα και κατά προτεραιότητα, και πάντως το αργότερο εντός μίας (1) εβδομάδας, προς συζήτηση στην Επιτροπή Δεοντολογίας. Μετά τη συζήτηση, λαμβάνεται απόφαση επί της πρότασης μομφής με μυστική ψηφοφορία. Η πρόταση μομφής θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή, εάν υπερψηφιστεί από το 50 + 1 του αριθμού των μελών της συνεδρίασης. Αμέσως μετά την έγκριση πρότασης μομφής, η Επιτροπή Δεοντολογίας εκλέγει νέα/νέο Πρόεδρο ή αναπληρώτρια/τή Πρόεδρο κατά περίπτωση.
2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης:
α) Αυτεπαγγέλτως, για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση από την/τον Πρόεδρο ή μέλος/μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας.
β) Κατόπιν καταγγελίας μέλους του Κόμματος για αντικαταστατική ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά που προσβάλλει τα δικαιώματά του, όπως αυτά ορίζονται στο Καταστατικό του Κόμματος και στον παρόντα Κανονισμό.
γ) Μετά από παραπομπή από:
- την Οργάνωση Μελών στην οποία ανήκει η/ο ελεγχόμενη/ος.
- την Νομαρχιακή Επιτροπή στην οποία ανήκει ή υπάγεται η/ο ελεγχόμενη/ος.
- την Κεντρική Επιτροπή, την Πολιτική Γραμματεία, την/τον Γραμματέα ή την/τον Πρόεδρο του Κόμματος.
Η κατά τα ανωτέρω έκθεση, καταγγελία ή παραπομπή υποβάλλεται εντός έξι (6) μηνών από την παραβίαση του Καταστατικού. Η Επιτροπή δύναται να εξετάσει και εκπρόθεσμες καταγγελίες με εισήγηση της/του Προέδρου της και κατόπιν απόφασης με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των μελών.
3. Η εξέταση κάθε υπόθεσης από την Επιτροπή θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός (έξι) μηνών από την υποβολή της έκθεσης, της καταγγελίας ή της παραπομπής κατά τα ανωτέρω και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:
Προκαταρκτική Εξέταση – Εισήγηση
Συνεδρίαση της Επιτροπής – Πόρισμα
Κάθε καταγγελία/αναφορά προς την Επιτροπή είναι γραπτή και ενυπόγραφη, παραλαμβάνεται και πρωτοκολλείται από την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής, περιέχει το ακριβές ιστορικό της προς εξέταση υπόθεσης και συνοδεύεται από στοιχεία που την στοιχειοθετούν, όπως έγγραφα ή κατάλογο συντροφισσών/φων που μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες. Για την κατάθεση της αναφοράς/καταγγελίας ενημερώνεται από την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής η/ο Γραμματέας του Κόμματος. Σε περίοδο διακυβέρνησης, στην περίπτωση που αυτή αφορά μέλος της Κυβέρνησης ενημερώνεται και η/ο Πρωθυπουργός.
Μετά την κατάθεση της καταγγελίας ή της έκθεσης αυτεπάγγελτου ελέγχου η/ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζει εισηγητή έναν (1) εκ των μελών της Επιτροπής και δύο (2) μέλη ως το Συμβούλιο που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Με επιμέλεια του Εισηγητή ορίζεται μία (1) συνεδρίαση κατά την οποία ελέγχεται η βασιμότητα της καταγγελίας και γίνεται έλεγχος των σχετικών εγγράφων. Εάν υπάρχει αναφορά για ύπαρξη παραβιάσεων χωρίς προσδιορισμένη ευθύνη προσώπων, τότε καλούνται σε ακρόαση συντρόφισσες και σύντροφοι που γνωρίζουν, προκειμένου να εντοπιστούν και τα πρόσωπα που τυχόν έχουν ευθύνη. Σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο δύναται να εξετάσει τον παθούσα/όντα και την/τον ελεγχόμενη/ο σε δεύτερη συνεδρίαση, μετά από σχετική του απόφαση. Με ευθύνη του Εισηγητή συντάσσεται Εισήγηση του Συμβουλίου στην οποία περιλαμβάνονται το θέμα, κρίσιμα περιστατικά, κατάλογος μαρτύρων και εγγράφων και πρόταση σχετικά με την αρχειοθέτηση ή την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων. Η Εισήγηση για την παραπομπή ή μη στην Επιτροπή λαμβάνεται με πλειοψηφία. Σε περίπτωση μειοψηφίας, το μειοψηφούν μέλος συντάσσει την άποψή του, η οποία περιλαμβάνεται στην Εισήγηση προς την Επιτροπή. Το Συμβούλιο εντός ενός (1) μήνα από τη χρέωση στον Εισηγητή καταθέτει προς την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής την Εισήγηση, και γνωστοποιεί αντίγραφό της στον παθόντα και στον ελεγχόμενο. Η ανωτέρω προθεσμία δύναται να παραταθεί ύστερα από αίτημα του Εισηγητή και απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
Κατόπιν της υποβολής της Εισήγησης, η/ο Πρόεδρος ορίζει τη Συνεδρίαση της Επιτροπής, την οποία γνωστοποιεί στα μέλη της Επιτροπής, στα εμπλεκόμενα μέρη και στους μάρτυρες προφορικά ή με κάθε πρόσφορο μέτρο. Η/Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ενημερώνει επίσης την/τον γραμματέα του Κόμματος για τα πρόσωπα που αφορά η Εισήγηση προκειμένου να ενημερωθεί ο Συντονιστής της οργάνωσης, όταν η Εισήγηση αφορά τη λειτουργία της οργάνωσης, προκειμένου παρέμβει στη διαδικασία καταθέτοντας έγγραφα, τυχόν παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις επί της Εισήγησης, μέχρι την έναρξη της διαδικασίας στην Επιτροπή Δεοντολογίας. Εάν η Εισήγηση του Συμβουλίου είναι να αρχειοθετηθεί η υπόθεση και να μην παραπεμφθεί στην Επιτροπή Δεοντολογίας, αυτή μπορεί παρ' όλα αυτά με απόφασή της, που λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των παρόντων κατά την ανωτέρω συνεδρίαση μελών, να αποφασίσει να εξετάσει την υπόθεση στην ουσία της.
Σε περίπτωση που μέλος της Επιτροπής Δεοντολογίας είναι το ίδιο ελεγχόμενο ή με άλλο τρόπο εμπλεκόμενο μέρος (ως καταγγέλλουσα/ων, ουσιώδης μάρτυρας κ.λπ.) σε εξεταζόμενη υπόθεση, οφείλει να ενημερώσει σχετικά την/τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δεοντολογίας και να εξαιρεθεί από την άσκηση των καθηκόντων του στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το μέλος της Επιτροπής Δεοντολογίας οφείλει επίσης να εξαιρεθεί από τα καθήκοντά του σε περίπτωση που:
α) Ελεγχόμενη/ος ή καταγγέλλουσα/ων είναι συγγενής της/του μέχρι δεύτερου βαθμού ή άλλο πρόσωπο που εξομοιώνεται νομικά ή στην πράξη με αυτούς (π.χ. συνοικούσα/ών σύντροφος).
β) Υπάρχουν ή μπορεί να διατυπωθούν, λόγω της φύσης της υπόθεσης ή προηγούμενης ιδιαίτερης − εκτός του πλαισίου των συνήθων κομματικών σχέσεων − φιλίας ή αντιπαλότητας προς κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη, εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
γ) Ανήκει στην ίδια Οργάνωση Μελών (ΟΜ) με την/τον ελεγχόμενη/ο στην Περιφέρεια Αττικής, ή στην ίδια Νομαρχιακή Επιτροπή (ΝΕ) στην υπόλοιπη επικράτεια.
Ομοίως, την εξαίρεση μπορεί να επιβάλλει σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως η Επιτροπή Δεοντολογίας, μόλις πληροφορηθεί τους κατά τα ανωτέρω λόγους που δικαιολογούν την εξαίρεση, ενώ και οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη σε μια υπόθεση (καταγγέλλουσα/ων και ελεγχόμενη/ος) μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας, χωρίς ωστόσο να επιτρέπεται η εξαίρεση τόσων μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας, ώστε να μειώνεται ο αριθμός τους κάτω από το ελάχιστο όριο των μελών που απαιτούνται για την κανονική σύνθεση και λειτουργία της Επιτροπής Δεοντολογίας.
Στην περίπτωση που κατατεθεί αίτημα εξαίρεσης μέλους της Επιτροπής από διαδικασία εξέτασης υπόθεσης, αυτό εξετάζεται από την Επιτροπή. Η αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος εξαίρεσης πρέπει να αιτιολογείται. Το μέλος που εξαιρείται αναπληρώνεται από τα αναπληρωματικά, κατά σειρά και κατά φύλο, μέλη. Η παρούσα πρόβλεψη εφαρμόζεται αντίστοιχα και κατά το προκαταρκτικό στάδιο για τον Εισηγητή ή τα μέλη του Συμβουλίου.
Κατά την έναρξη της Συνεδρίασης ο Εισηγητής ενημερώνει τα μέλη για την Εισήγηση. Εν συνεχεία εξετάζεται η/ο καταγγέλλουσα/ων-αναφέρουσα/ων, οι μάρτυρες μέλη του Κόμματος σύμφωνα με την Εισήγηση και τέλος η/ο ελεγχόμενη/ος. Η/Ο ελεγχόμενη/ος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, δύναται να καταθέσει υπόμνημα με τις απόψεις του και σχετικά έγγραφα και να προτείνει μάρτυρες. Στην Επιτροπή καλούνται προς ακρόαση μόνο μέλη του Κόμματος. Κατ' εξαίρεση, και για σημαντικό λόγο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μπορεί να κληθούν και μη μέλη του.
Ειδικά για τις κυρώσεις της αναστολής και της διαγραφής απαιτείται, πριν τη λήψη απόφασης, γνώμη του ανώτατου οργάνου (Οργάνωση Μελών, Νομαρχιακή Επιτροπή, Κεντρική Επιτροπή) στο οποίο συμμετέχει η/ο ελεγχόμενη/ος. Την παροχή γνώμης την ζητά η/ο Πρόεδρος της Επιτροπής, την οποία και γνωστοποιεί στα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας κατά τη συζήτηση της ελεγχόμενης υπόθεσης.
Με απόφαση της/του Προέδρου, η Συνεδρίαση της Επιτροπής μπορεί να γίνει και μέσω τηλεδιάσκεψης. Επίσης με απόφαση της/του Προέδρου προβλέπεται η καταβολή των εξόδων μετακίνησης των μελών της Επιτροπής που διαμένουν μόνιμα εκτός της Αθήνας. Η παρούσα πρόβλεψη ισχύει και για τα έξοδα μετακίνησης της/του Προέδρου, της/του Εισηγήτριας/τή και των μελών του Συμβουλίου, για τις περιπτώσεις που απαιτείται η εκτός έδρας μετακίνησή τους για τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας, εξέτασης μαρτύρων κ.λπ. επί εκκρεμούς υπόθεσης.
Η Επιτροπή εκδίδει το Πόρισμα απαλλαγής ή επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων με φανερή ψηφοφορία των μελών της. Το Πόρισμα περιέχει τη διαπίστωση ή μη της παραβίασης και τη σχετική κύρωση και υπογράφεται από όλα τα μέλη της Επιτροπής. Κατά τη λήψη της απόφασης για την έκδοση του πορίσματος επιδιώκεται κατά το δυνατόν ομοφωνία. Τα πορίσματα της Επιτροπής πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένα με αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται στον φάκελο της υπόθεσης. Η άποψη που τυχόν μειοψήφησε καταγράφεται στην απόφαση με την αιτιολογία της.
Η Εισήγηση, το Πόρισμα και τα πρακτικά των συνεδριάσεων υπογράφονται από τα μέλη της Επιτροπής και την/τον Γραμματέα της και φυλάσσονται στα αρχεία της Επιτροπής. Οι ακροάσεις ενώπιον της Επιτροπής καταγράφονται ηλεκτρονικά και αποτυπώνονται εν συνεχεία − με επιμέλεια της/του Γραμματέα − περιληπτικά στα πρακτικά της εκάστοτε συνεδρίασης. Τα μαγνητοφωνημένα αρχεία φυλάσσονται στο αρχείο της Επιτροπής. Απαγορεύεται κάθε αναπαραγωγή και δημοσιοποίησή τους. Πιθανή αξιοποίησή τους για ιστορικούς ή επιστημονικούς λόγους μπορεί να γίνει μετά από είκοσι (20) χρόνια ή με απόφαση του Συνεδρίου του Κόμματος με αυξημένη πλειοψηφία 75%.
Η Επιτροπή κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα των μελών του Κόμματος. Ειδικά στην περίπτωση επιβολής αναστολής της ιδιότητας του μέλους ή διαγραφής, αποφασίζει με αυξημένη πλειοψηφία δύο τρίτων (2/3) του συνόλου των μελών της. Για τις υπόλοιπες κυρώσεις το πόρισμα δύναται να εκδοθεί με απαρτία έντεκα (11) τακτικών μελών και σε αυτή την περίπτωση το Πόρισμα εκδίδεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) αυτών.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας σε περίπτωση αρχειοθέτησης ή επιβολής αναστολής ή διαγραφής μέλους, δύναται να ανακαλέσει προηγούμενο πόρισμά της, μετά από πρόταση οποιουδήποτε μέλους της, αν περιέλθουν σε αυτή επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία (π.χ. αμετάκλητη δικαστική απόφαση) που καθιστούν, κατά την κρίση της, απαραίτητη την επανεξέταση της υπόθεσης.
Τα πορίσματα της Επιτροπής γνωστοποιούνται στα εμπλεκόμενα μέρη (καταγγέλλοντες/ελεγχόμενους) και στην/στον Γραμματέα του Κόμματος, η/ο οποία/ος ενημερώνει σχετικά την Πολιτική Γραμματεία. Επίσης, η Επιτροπή Δεοντολογίας μπορεί, κατά περίπτωση, και κατά την κρίση της, να γνωστοποιεί τις αποφάσεις της σε άλλα όργανα του Κόμματος, όταν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά παραπομπή από αυτά σύμφωνα με το Καταστατικό (Πρόεδρο, Γραμματέα, Κεντρική Επιτροπή, Νομαρχιακή Επιτροπή, Οργάνωση Μελών) ή και να τις δημοσιεύει αυτούσιες ή σε περίληψη, όπου κρίνεται απαραίτητο.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις που δεν έχουν εξεταστεί από την προηγούμενη Επιτροπή Δεοντολογίας θα πρέπει να επανυποβληθούν εντός έξι (6) μηνών από την επικύρωση του παρόντος από την Κεντρική Επιτροπή, από τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον ή σχετική αρμοδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Καταστατικού.
2. Προηγούμενα πορίσματα κατά μελών του Κόμματος δύνανται να εκτιμηθούν από την Επιτροπή Δεοντολογίας κατά την εξέταση νέων υποθέσεων.
3. Καταγγελίες που κατατίθενται μετά τη συγκρότηση της Επιτροπής και πριν την έγκριση του παρόντος από την Κεντρική Επιτροπή εξετάζονται κατά προτεραιότητα.
Ο παρών Κώδικας Δεοντολογίας και Κανονισμός Λειτουργίας έχει εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με σχετική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου