Η Ακροδεξιά εκμεταλλεύτηκε τη διεύρυνση των ανισοτήτων που προκάλεσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές
Εχουν γραφτεί πολλά για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Όχι όμως αρκετά για τις βαθύτερες αιτίες και τις απαρχές του φαινομένου. Μπορεί αυτό να οφείλεται στο ότι οι μελετητές του ουσιαστικά μόλις τώρα αρχίζουν να το αναλύουν με τη δέουσα προσοχή και σφαιρικότητα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια εύκολη δουλειά. Ενώ πολλά δείχνουν προφανή και αυτονόητα, συχνά παραπλανούν και η απλή παρατήρησή τους οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Πρόκειται για μια δύσκολη και απαιτητική από πλευράς μεθοδολογίας ανάλυση και σίγουρα πρέπει να συνυπολογιστούν πολλά. Έτσι, ενώ υπάρχουν πολλές και διαφορετικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αιτίες πίσω από τη δημοφιλία και την εκλογική άνοδο της Άκρας Δεξιάς στις ευρωπαϊκές χώρες, είναι δύσκολο να ειπωθεί με βεβαιότητα ποια είναι η πιο σημαντική. Οπωσδήποτε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08 που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία και η μετέπειτα μονομερής επιδίωξη των αρχών της Ε.Ε. και των εθνικών κυβερνήσεων για νεοφιλελεύθερα μέτρα ελέγχου του ελλείμματος, κυρίως μέσω της λιτότητας, αποτελούν βασικό παράγοντα.
Οικονομικές πολιτικές αυτής της έμπνευσης και στόχευσης αν μη τι άλλο βάθαιναν το χάσμα των ανισοτήτων ανάμεσα στους προνομιούχους και στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων, προσφέροντας έτσι στην Ακροδεξιά ευκαιρίες για να αξιοποιήσει πολιτικά και εκλογικά τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Μια σιωπηλή πλειοψηφία, που το σύστημα και οι κυρίαρχες πολιτικές των εκπροσώπων του την καθήλωσαν στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, πιέζεται να αναζητήσει απαντήσεις και διεξόδους. Η Ακροδεξιά είναι εκεί για να τους τα προσφέρει με συνθήματα και εύκολες συνταγές. Αλίμονο, αυτή η κατάσταση δεν είναι «στατική». Επενεργεί με -και επιδεινώνεται από- τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συρρικνώσει το μέγεθος και την ταξική δυναμική της βιομηχανικής εργατικής τάξης, η οποία παραδοσιακά υποστήριζε και συντασσόταν με τα αριστερά κόμματα. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης Σεζάριο Ροντρίγκεζ Αγκιλέρα, οι πολιτισμικές αλλαγές και ειδικότερα η κρίση των μεγάλων ιδεολογιών, ιδιαίτερα της Αριστεράς, οδήγησαν στη διάδοση ατομικιστικών, διχαστικών και κυνικών απόψεων της πραγματικότητας σε όλη την κοινωνία.
Ιδεολογία της σκευωρίας και συνωμοσιολογία
Ακόμη περισσότερο συνέβαλαν στην απόρριψη των άλλοτε διαδεδομένων θεωρητικών και ιδεολογικών εργαλείων της Αριστεράς, ακόμη και του αστικού ορθολογισμού, δημιουργώντας ένα κενό που σπεύδουν να καλύψουν η δεξιά λαϊκιστική ρητορική, η δημαγωγία, η συνωμοσιολογία και η «κανονικοποίησή» τους στον δημόσιο χώρο διακίνησης ιδεών. Ο κατεξοχήν ειδικός στο θέμα της συνωμοσιολογίας Πιέρ Αντρέ Ταγκιέφ επισημαίνει πως η ιδεολογία της σκευωρίας, που αποτελεί κοινό στοιχείο σε πολλές «αποχρώσεις» της Ακροδεξιάς, θεμελιώνεται πάνω στην πεποίθηση ότι οι κοινωνικές διεργασίες που θεωρούνται υπεύθυνες για τη δυστυχία του κόσμου και τις συμφορές της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα της δράσης μυστικών ομάδων, οι οποίες ενεργούν κακοπροαίρετα προς ίδιον όφελος. Η πίστη στη σκευωρία και στη συνωμοσιολογική μυθολογία οικοδομείται πάνω στο ιδεολόγημα ότι οι σκευωρίες διαμόρφωναν, διαμορφώνουν και θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν τον ρου της Ιστορίας, ότι είναι το κλειδί της Ιστορίας και η κινητήρια δύναμή της. «Η "δημοσιοποίηση" όπως τη συναντάμε στις σύγχρονες Δημοκρατίες δεν είναι ποτέ αρκετά διαφωτιστική ώστε να εξαλείψει κάθε υποψία περί "χειραγώγησης". Η κοινωνία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, φέρνοντας τα πάντα, μέχρι και τα απόκρυφα στο φως, παράγει ακόμα μεγαλύτερο σκοτάδι, δημιουργεί ένα ακόμη μακρινό άγνωστο, αφήνει άθελά της να εννοηθεί πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική απ' ό,τι μοιάζει ή ότι "η αλήθεια βρίσκεται αλλού"».
Κρίση της δημοκρατίας
Για τον Αγκιλέρα, όπως γράφει σχετικά σε πρόσφατο άρθρο του στο European Institute of Mediterranean, ίσως η καλύτερη εξήγηση για την άνοδο της Ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό χώρο δεν βρίσκεται αλλού παρά στην κρίση δημοκρατίας που ταλανίζει τις δυτικές κοινωνίες. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η αστική δημοκρατία φαίνεται ανίκανη να εκπληρώσει τη θεωρητική υπόσχεσή της, επισημαίνει. «Η συμβατική πολιτική στη σύγχρονη δημοκρατία έχει προσαρμοστεί στα συμφέροντα του κόσμου του χρήματος (θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει υποκύψει σε αυτά). Η εναλλαγή εξουσίας μεταξύ κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων δεν προσφέρει πραγματικές εναλλακτικές από πλευράς οικονομικών μοντέλων αλλά μάλλον λεπτές παραλλαγές σε ένα ενιαίο αμετάβλητο πρότυπο, που φαίνεται να αφαιρεί νόημα από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και να υποβιβάζει την πλουραλιστική εκλογική διαδικασία σε ένα απλό τελετουργικό. Ως αποτέλεσμα, η Ακροδεξιά επωφελείται από τη λαϊκή αποστροφή προς μια διεφθαρμένη, προνομιούχα και ολιγοπωλιακή πολιτική τάξη ακόμη και όταν η δημοκρατία είναι πραγματικά ανίσχυρη μπροστά στους μεγάλους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Έτσι, τα κυρίαρχα κόμματα κατηγορούνται συχνά ότι δεν εκπροσωπούν πραγματικά τον λαό. Σε αντίθεση με αυτό αλλά και με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς στο σύνολό τους, η Ακροδεξιά ζητά άμεση πολιτική συμμετοχή και εμπιστοσύνη σε περισσότερο ή λιγότερο "χαρισματικούς" ηγέτες, ικανούς να συνδεθούν με τον λαό χωρίς μεσάζοντες. Η παλιά "πολιτική τάξη" διαγράφεται συλλήβδην καθώς παραμένει αγκυλωμένη στις κομματικές φιλονικίες της και στην αδυναμία της να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα, ανεξάρτητα από το αν η κυβερνητική εξουσία βρίσκεται στα χέρια της συμβατικής Αριστεράς ή της συμβατικής Δεξιάς».
Η αρχή του ρήγματος
Ενώ υπάρχει η αίσθηση ότι η κρίση δημοκρατίας είναι φαινόμενο των καιρών, άλλοι αναλυτές θεωρούν ότι οι απαρχές της βρίσκονται πολλές δεκαετίες πίσω. Ο Ματές Ροουντέν, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, γράφοντας στον Guardian αναρωτιέται από πού πηγάζει όλη αυτή η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Μια εξήγηση είναι ότι τα ακροδεξιά κόμματα έχουν γίνει πιο μετριοπαθή με τα χρόνια, ενώ οι ψηφοφόροι έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί. Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι αυτή η εξήγηση δεν έχει νόημα. Στα βασικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα στη μεταναστευτική πολιτική, τα ακροδεξιά κόμματα είναι σήμερα τόσο ακραία όσο ποτέ άλλοτε, ενώ οι έρευνες επιβεβαιώνουν πως οι ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται πλέον τους πολιτικούς και τα κοινοβούλια που εκλέγουν στον βαθμό που το έκαναν πριν από τρεις δεκαετίες, ούτε είναι ικανοποιημένοι από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας. Εν κατακλείδι, αυτό που άλλαξε δεν είναι οι ιδεολογίες. Είναι ότι τα ακροδεξιά κόμματα και οι ψηφοφόροι έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου...
Ο Ρόουντεν παρομοιάζει την κατάσταση αυτή με το φαινόμενο μιας μικρής χιονόμπαλας που κατρακυλάει σε μια χιονισμένη πλαγιά. Καθώς κυλάει, η μπάλα μαζεύει περισσότερο χιόνι και γίνεται μεγαλύτερη σε όγκο και πιο γρήγορη. Η συγκυρία -η πλαγιά και το χιόνι- συνδυάζονται και προκαλούν το φαινόμενο. Μόλις η χιονόμπαλα αποκτήσει ορμή, είναι δύσκολο να σταματήσει. Η αυξανόμενη δημοφιλία της Ακροδεξιάς ακολουθεί ακριβώς αυτό το μοτίβο: Είναι το αποτέλεσμα μιας πληθώρας πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών διεργασιών που συνδυαστικά έχουν δημιουργήσει μια δυναμική. Η αρχική «ώθηση» δόθηκε από την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1950 ένας τυπικός ψηφοφόρος που μεγάλωσε σε καθολική οικογένεια, φοίτησε σε καθολικό σχολείο, ενημερωνόταν από καθολικά έντυπα και, τελικά, ψήφιζε ένα χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Σήμερα τέτοια προβλέψιμα μοτίβα εκλογικής συμπεριφοράς είναι σπάνια. Η καλύτερη εκπαίδευση έχει δώσει τη δυνατότητα στα άτομα να κάνουν ανεξάρτητες πολιτικές επιλογές έχοντας απελευθερωθεί από την παραδοσιακή κομματική αφοσίωση. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960 και συσσωρεύοντας ενέργεια μέχρι το γύρισμα της χιλιετίας, η μεταβλητότητα στην εκλογική συμπεριφορά βοήθησε τα ακροδεξιά κόμματα να προσελκύσουν ψηφοφόρους που δεν «υπάκουαν» πλέον στις παλιές δεσμεύσεις. Η ιδιώτευση και ο πολιτικός αυτοπροσδιορισμός οδήγησαν σε «αποσύμπλεξη», δηλαδή στο σπάσιμο των δεσμών με τις υπάρχουσες πολιτικές ευθυγραμμίσεις. Ωστόσο, η έλευση της παγκοσμιοποίησης είχε συνέπειες που οδήγησαν μοιραία σε επανευθυγράμμιση, δηλαδή σε νέες δεσμεύσεις μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων. Όσοι επωφελήθηκαν από τα ανοιχτά σύνορα της Ευρώπης -οι έχοντες το προνόμιο της καλής εκπαίδευσης «νικητές της παγκοσμιοποίησης»- έγιναν κόκκινο πανί για εκείνους που ένιωθαν ότι απειλούνται οικονομικά και πολιτισμικά από αυτές τις αλλαγές. Η μετανάστευση έγινε βασικό θέμα στις προεκλογικές εκστρατείες και στις δημόσιες συζητήσεις, προσελκύοντας περισσότερο την προσοχή των ακροδεξιών κομμάτων.
Η χιονόμπαλα πήρε φόρα...
Η εστίαση στον λαϊκισμό, και όχι στον φασισμό, έδωσε στα ακροδεξιά κόμματα δημοκρατικό «πάσο». Η σταδιακή «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς έγινε μέσα από την αποδοχή πτυχών του λόγου της από τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς η «χιονόμπαλα» πήρε πραγματικά μεγάλη φόρα, θα πρέπει να εξετάσουμε τη στρατηγική συμπεριφορά των ίδιων των ακροδεξιών κομμάτων. Τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ακροδεξιά στην Ευρώπη εξακολουθούσε να συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον φασισμό και τον ναζισμό. Για να γίνουν αποδεκτά, τα κόμματα της Ακροδεξιάς έπρεπε να αποκτήσουν δημοκρατική νομιμότητα. Το έκαναν υιοθετώντας τον λαϊκισμό ως βασικό μέρος του λόγου τους. Ο λαϊκισμός ισχυρίζεται ότι η βούληση του λαού πρέπει να καθοδηγεί τις δημοκρατικές αποφάσεις και ότι οι ελίτ διαφθείρουν αυτή τη διαδικασία. Η εστίαση στον λαϊκισμό, και όχι στον φασισμό, ήταν αυτή που έδωσε τελικά στα ακροδεξιά κόμματα δημοκρατικό «πάσο» και τα βοήθησε να αποκτήσουν νομιμότητα στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Τα ακροδεξιά κόμματα προσπάθησαν επίσης να εκσυγχρονίσουν την εικόνα τους διαρρηγνύοντας τους δεσμούς τους με τα πιο ακραία στοιχεία στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, το 2011 η Μαρίν Λεπέν ξεκίνησε μια στρατηγική αποδαιμονοποίησης του Εθνικού Μετώπου για να το απαλλάξει από την εξτρεμιστική φήμη του. Έδιωξε τους ακραίους, κατήγγειλε τον φασισμό και τον αντισημιτισμό και πρόσφατα πήρε αποστάσεις από το αδελφό κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, καταγγέλλοντάς το μάλιστα ότι άγεται και φέρεται από ακραία στοιχεία. Το 2018 το Εθνικό Μέτωπο μετονομάστηκε σε Εθνικός Συναγερμός με προφανή στόχο να απευθυνθεί σε περισσότερους ψηφοφόρους. Αλλά έγιναν τελικά τα ακροδεξιά κόμματα πραγματικά πιο μετριοπαθή; Όχι, ξεκαθαρίζει ο Ρόουντεν. Όσον αφορά τις βασικές πολιτικές θέσεις τους, σχεδόν όλα είναι τόσο ακροδεξιά όσο ποτέ άλλοτε. Μόνο που η εικόνα τους έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, ο ανερχόμενος αστέρας της Ακροδεξιάς στη Γαλλία Ζορντάν Μπαρντελά είναι γιος Ιταλών και Αλγερινών μεταναστών και μεγάλωσε στις εργατικές πολυκατοικίες των προαστίων του Παρισιού. Δεν έχει αμβλύνει το μήνυμα της Λεπέν κατά της μετανάστευσης, απλώς προσπαθεί να το κάνει πιο αξιοσέβαστο. Ταυτόχρονα, η Ακροδεξιά παίζει μόνη της σε ένα άλλο μεγάλο «γήπεδο»: Δεν ενθαρρύνει πλέον τον απλό ευρωσκεπτικισμό αλλά την πλήρη ευρωφοβία, υποστηρίζοντας ότι η παγκοσμιοποίηση και η «ευρωποίηση» είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με άλλα λόγια ελιγμοί από τις ισχυρές ελίτ για «απο-εθνοποίηση» των ευρωπαϊκών λαών, για εξαφάνιση της εθνικής ταυτότητάς τους. Από αυτή την άποψη, η Ε.Ε. παρουσιάζεται ως ένα είδος... σύγχρονης Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή μια τεχνητή οντότητα υπερθενικής εξουσίας που καταπιέζει τα εθνικά συναισθήματα και τις εθνικές πατρίδες...
...κι έγινε χιονοστιβάδα
Κι έτσι φτάνουμε στο διά ταύτα: Για την Ακροδεξιά η δημοκρατία όπως τη γνωρίζουμε και την αντιλαμβανόμαστε είναι ένα «άδειο κέλυφος» και η κυρίαρχη οικονομική πολιτική είναι ένα αντιλαϊκό σχέδιο με στόχο την προώθηση της ατζέντας της παγκοσμιοποίησης. «Οι λύσεις είναι, επομένως, πολύ απλές» κατά τον Αγκιλέρα. «Για την οικονομία, προστατευτισμός και ένα σοβινιστικό σύστημα πρόνοιας. Στην πολιτική, σκληρή γραμμή και άμεση συμμετοχή. Σε κοινωνικό επίπεδο, αντιμεταναστευτικός λόγος που βασίζεται στον φόβο και στο μίσος. Και σε πολιτισμικό επίπεδο, έμφαση στις παραδοσιακές οικογενειακές και θρησκευτικές αξίες».
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως το μεταβαλλόμενο περιβάλλον στα μέσα ενημέρωσης βοήθησε περαιτέρω τα ακροδεξιά κόμματα να διαδώσουν το μήνυμά τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους επέτρεψαν να επικοινωνούν απευθείας με τους υποστηρικτές τους παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά κανάλια διάχυσης της πληροφορίας. Αυτή η εξέλιξη βοήθησε, βέβαια, όλα τα κόμματα, αλλά ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για τα ακροδεξιά καθώς ενίσχυσε την αφήγησή τους ότι οι απλοί πολίτες αγνοούνται από τις ελίτ και τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν ένα άμεσο κανάλι επικοινωνίας και αυτό έχει αυξήσει την προβολή και την επιρροή της Ακροδεξιάς. Κατά ειρωνικό τρόπο, η επόμενη μεγάλη ώθηση στη «χιονόμπαλα» δόθηκε από τους κύριους αντιπάλους των ακροδεξιών κομμάτων, τα κυρίαρχα κόμματα της Δεξιάς. Καθώς η Ακροδεξιά κατέγραφε εκλογικές επιτυχίες, τα κυρίαρχα δεξιά κόμματα έγιναν νευρικά. Τα εκλογικά κέρδη της Ακροδεξιάς ήρθαν συχνά σε βάρος των δικών τους μεριδίων ψήφου. Κάτι έπρεπε να κάνουν γι' αυτό. Κι αυτό που έκαναν ήταν να υιοθετήσουν μια «διευκολυντική» στρατηγική ενσωματώνοντας ακροδεξιές ιδέες στα δικά τους πολιτικά προγράμματα προκειμένου να κερδίσουν ξανά ψήφους. Την εύκολη αυτή συνταγή ακολούθησαν πράγματι πολλά κυβερνητικά κόμματα του παραδοσιακού συντηρητικού χώρου - και όχι μόνο. Είναι μια άβολη αλήθεια, αλλά αποτελεί γεγονός ότι η σταδιακή «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς έγινε μέσα από την αποδοχή πτυχών του λόγου της από τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας, κάποια από τα οποία μάλιστα προχώρησαν παραπέρα εφαρμόζοντας ορισμένες από τις προτεινόμενες «λύσεις» της. Το τελευταίο και κρίσιμο στοιχείο που κατά τον Ρόουντεν εξηγεί την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι, αν μη τι άλλο, η εξοικείωση των ψηφοφόρων με τις ακροδεξιές θέσεις. «Οι άνθρωποι συνηθίζουν σε πράγματα που συμβαίνουν επανειλημμένα. Το να ακούς ασταμάτητα ακροδεξιά ρητορική, να βλέπεις τα κυρίαρχα κόμματα να κινούνται προς την Ακροδεξιά και να παρατηρείς την αυξανόμενη παρουσία της Ακροδεξιάς στα μέσα ενημέρωσης και τα ποσοστά ψήφου, αυτό έχει "κανονικοποιήσει" την ακροδεξιά ιδεολογία». Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο η μικρή χιονόμπαλα που κατρακυλάει στην πλαγιά να γίνει χιονοστιβάδα...
Εχουν γραφτεί πολλά για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Όχι όμως αρκετά για τις βαθύτερες αιτίες και τις απαρχές του φαινομένου. Μπορεί αυτό να οφείλεται στο ότι οι μελετητές του ουσιαστικά μόλις τώρα αρχίζουν να το αναλύουν με τη δέουσα προσοχή και σφαιρικότητα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια εύκολη δουλειά. Ενώ πολλά δείχνουν προφανή και αυτονόητα, συχνά παραπλανούν και η απλή παρατήρησή τους οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Πρόκειται για μια δύσκολη και απαιτητική από πλευράς μεθοδολογίας ανάλυση και σίγουρα πρέπει να συνυπολογιστούν πολλά. Έτσι, ενώ υπάρχουν πολλές και διαφορετικές πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αιτίες πίσω από τη δημοφιλία και την εκλογική άνοδο της Άκρας Δεξιάς στις ευρωπαϊκές χώρες, είναι δύσκολο να ειπωθεί με βεβαιότητα ποια είναι η πιο σημαντική. Οπωσδήποτε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08 που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία και η μετέπειτα μονομερής επιδίωξη των αρχών της Ε.Ε. και των εθνικών κυβερνήσεων για νεοφιλελεύθερα μέτρα ελέγχου του ελλείμματος, κυρίως μέσω της λιτότητας, αποτελούν βασικό παράγοντα.
Οικονομικές πολιτικές αυτής της έμπνευσης και στόχευσης αν μη τι άλλο βάθαιναν το χάσμα των ανισοτήτων ανάμεσα στους προνομιούχους και στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων, προσφέροντας έτσι στην Ακροδεξιά ευκαιρίες για να αξιοποιήσει πολιτικά και εκλογικά τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Μια σιωπηλή πλειοψηφία, που το σύστημα και οι κυρίαρχες πολιτικές των εκπροσώπων του την καθήλωσαν στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, πιέζεται να αναζητήσει απαντήσεις και διεξόδους. Η Ακροδεξιά είναι εκεί για να τους τα προσφέρει με συνθήματα και εύκολες συνταγές. Αλίμονο, αυτή η κατάσταση δεν είναι «στατική». Επενεργεί με -και επιδεινώνεται από- τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συρρικνώσει το μέγεθος και την ταξική δυναμική της βιομηχανικής εργατικής τάξης, η οποία παραδοσιακά υποστήριζε και συντασσόταν με τα αριστερά κόμματα. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης Σεζάριο Ροντρίγκεζ Αγκιλέρα, οι πολιτισμικές αλλαγές και ειδικότερα η κρίση των μεγάλων ιδεολογιών, ιδιαίτερα της Αριστεράς, οδήγησαν στη διάδοση ατομικιστικών, διχαστικών και κυνικών απόψεων της πραγματικότητας σε όλη την κοινωνία.
Ιδεολογία της σκευωρίας και συνωμοσιολογία
Ακόμη περισσότερο συνέβαλαν στην απόρριψη των άλλοτε διαδεδομένων θεωρητικών και ιδεολογικών εργαλείων της Αριστεράς, ακόμη και του αστικού ορθολογισμού, δημιουργώντας ένα κενό που σπεύδουν να καλύψουν η δεξιά λαϊκιστική ρητορική, η δημαγωγία, η συνωμοσιολογία και η «κανονικοποίησή» τους στον δημόσιο χώρο διακίνησης ιδεών. Ο κατεξοχήν ειδικός στο θέμα της συνωμοσιολογίας Πιέρ Αντρέ Ταγκιέφ επισημαίνει πως η ιδεολογία της σκευωρίας, που αποτελεί κοινό στοιχείο σε πολλές «αποχρώσεις» της Ακροδεξιάς, θεμελιώνεται πάνω στην πεποίθηση ότι οι κοινωνικές διεργασίες που θεωρούνται υπεύθυνες για τη δυστυχία του κόσμου και τις συμφορές της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα της δράσης μυστικών ομάδων, οι οποίες ενεργούν κακοπροαίρετα προς ίδιον όφελος. Η πίστη στη σκευωρία και στη συνωμοσιολογική μυθολογία οικοδομείται πάνω στο ιδεολόγημα ότι οι σκευωρίες διαμόρφωναν, διαμορφώνουν και θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν τον ρου της Ιστορίας, ότι είναι το κλειδί της Ιστορίας και η κινητήρια δύναμή της. «Η "δημοσιοποίηση" όπως τη συναντάμε στις σύγχρονες Δημοκρατίες δεν είναι ποτέ αρκετά διαφωτιστική ώστε να εξαλείψει κάθε υποψία περί "χειραγώγησης". Η κοινωνία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, φέρνοντας τα πάντα, μέχρι και τα απόκρυφα στο φως, παράγει ακόμα μεγαλύτερο σκοτάδι, δημιουργεί ένα ακόμη μακρινό άγνωστο, αφήνει άθελά της να εννοηθεί πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική απ' ό,τι μοιάζει ή ότι "η αλήθεια βρίσκεται αλλού"».
Κρίση της δημοκρατίας
Για τον Αγκιλέρα, όπως γράφει σχετικά σε πρόσφατο άρθρο του στο European Institute of Mediterranean, ίσως η καλύτερη εξήγηση για την άνοδο της Ακροδεξιάς στον ευρωπαϊκό χώρο δεν βρίσκεται αλλού παρά στην κρίση δημοκρατίας που ταλανίζει τις δυτικές κοινωνίες. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η αστική δημοκρατία φαίνεται ανίκανη να εκπληρώσει τη θεωρητική υπόσχεσή της, επισημαίνει. «Η συμβατική πολιτική στη σύγχρονη δημοκρατία έχει προσαρμοστεί στα συμφέροντα του κόσμου του χρήματος (θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει υποκύψει σε αυτά). Η εναλλαγή εξουσίας μεταξύ κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων δεν προσφέρει πραγματικές εναλλακτικές από πλευράς οικονομικών μοντέλων αλλά μάλλον λεπτές παραλλαγές σε ένα ενιαίο αμετάβλητο πρότυπο, που φαίνεται να αφαιρεί νόημα από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και να υποβιβάζει την πλουραλιστική εκλογική διαδικασία σε ένα απλό τελετουργικό. Ως αποτέλεσμα, η Ακροδεξιά επωφελείται από τη λαϊκή αποστροφή προς μια διεφθαρμένη, προνομιούχα και ολιγοπωλιακή πολιτική τάξη ακόμη και όταν η δημοκρατία είναι πραγματικά ανίσχυρη μπροστά στους μεγάλους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Έτσι, τα κυρίαρχα κόμματα κατηγορούνται συχνά ότι δεν εκπροσωπούν πραγματικά τον λαό. Σε αντίθεση με αυτό αλλά και με τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς στο σύνολό τους, η Ακροδεξιά ζητά άμεση πολιτική συμμετοχή και εμπιστοσύνη σε περισσότερο ή λιγότερο "χαρισματικούς" ηγέτες, ικανούς να συνδεθούν με τον λαό χωρίς μεσάζοντες. Η παλιά "πολιτική τάξη" διαγράφεται συλλήβδην καθώς παραμένει αγκυλωμένη στις κομματικές φιλονικίες της και στην αδυναμία της να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα, ανεξάρτητα από το αν η κυβερνητική εξουσία βρίσκεται στα χέρια της συμβατικής Αριστεράς ή της συμβατικής Δεξιάς».
Η αρχή του ρήγματος
Ενώ υπάρχει η αίσθηση ότι η κρίση δημοκρατίας είναι φαινόμενο των καιρών, άλλοι αναλυτές θεωρούν ότι οι απαρχές της βρίσκονται πολλές δεκαετίες πίσω. Ο Ματές Ροουντέν, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, γράφοντας στον Guardian αναρωτιέται από πού πηγάζει όλη αυτή η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Μια εξήγηση είναι ότι τα ακροδεξιά κόμματα έχουν γίνει πιο μετριοπαθή με τα χρόνια, ενώ οι ψηφοφόροι έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί. Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι αυτή η εξήγηση δεν έχει νόημα. Στα βασικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα στη μεταναστευτική πολιτική, τα ακροδεξιά κόμματα είναι σήμερα τόσο ακραία όσο ποτέ άλλοτε, ενώ οι έρευνες επιβεβαιώνουν πως οι ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται πλέον τους πολιτικούς και τα κοινοβούλια που εκλέγουν στον βαθμό που το έκαναν πριν από τρεις δεκαετίες, ούτε είναι ικανοποιημένοι από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας. Εν κατακλείδι, αυτό που άλλαξε δεν είναι οι ιδεολογίες. Είναι ότι τα ακροδεξιά κόμματα και οι ψηφοφόροι έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου...
Ο Ρόουντεν παρομοιάζει την κατάσταση αυτή με το φαινόμενο μιας μικρής χιονόμπαλας που κατρακυλάει σε μια χιονισμένη πλαγιά. Καθώς κυλάει, η μπάλα μαζεύει περισσότερο χιόνι και γίνεται μεγαλύτερη σε όγκο και πιο γρήγορη. Η συγκυρία -η πλαγιά και το χιόνι- συνδυάζονται και προκαλούν το φαινόμενο. Μόλις η χιονόμπαλα αποκτήσει ορμή, είναι δύσκολο να σταματήσει. Η αυξανόμενη δημοφιλία της Ακροδεξιάς ακολουθεί ακριβώς αυτό το μοτίβο: Είναι το αποτέλεσμα μιας πληθώρας πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών διεργασιών που συνδυαστικά έχουν δημιουργήσει μια δυναμική. Η αρχική «ώθηση» δόθηκε από την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1950 ένας τυπικός ψηφοφόρος που μεγάλωσε σε καθολική οικογένεια, φοίτησε σε καθολικό σχολείο, ενημερωνόταν από καθολικά έντυπα και, τελικά, ψήφιζε ένα χριστιανοδημοκρατικό κόμμα. Σήμερα τέτοια προβλέψιμα μοτίβα εκλογικής συμπεριφοράς είναι σπάνια. Η καλύτερη εκπαίδευση έχει δώσει τη δυνατότητα στα άτομα να κάνουν ανεξάρτητες πολιτικές επιλογές έχοντας απελευθερωθεί από την παραδοσιακή κομματική αφοσίωση. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960 και συσσωρεύοντας ενέργεια μέχρι το γύρισμα της χιλιετίας, η μεταβλητότητα στην εκλογική συμπεριφορά βοήθησε τα ακροδεξιά κόμματα να προσελκύσουν ψηφοφόρους που δεν «υπάκουαν» πλέον στις παλιές δεσμεύσεις. Η ιδιώτευση και ο πολιτικός αυτοπροσδιορισμός οδήγησαν σε «αποσύμπλεξη», δηλαδή στο σπάσιμο των δεσμών με τις υπάρχουσες πολιτικές ευθυγραμμίσεις. Ωστόσο, η έλευση της παγκοσμιοποίησης είχε συνέπειες που οδήγησαν μοιραία σε επανευθυγράμμιση, δηλαδή σε νέες δεσμεύσεις μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων. Όσοι επωφελήθηκαν από τα ανοιχτά σύνορα της Ευρώπης -οι έχοντες το προνόμιο της καλής εκπαίδευσης «νικητές της παγκοσμιοποίησης»- έγιναν κόκκινο πανί για εκείνους που ένιωθαν ότι απειλούνται οικονομικά και πολιτισμικά από αυτές τις αλλαγές. Η μετανάστευση έγινε βασικό θέμα στις προεκλογικές εκστρατείες και στις δημόσιες συζητήσεις, προσελκύοντας περισσότερο την προσοχή των ακροδεξιών κομμάτων.
Η χιονόμπαλα πήρε φόρα...
Η εστίαση στον λαϊκισμό, και όχι στον φασισμό, έδωσε στα ακροδεξιά κόμματα δημοκρατικό «πάσο». Η σταδιακή «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς έγινε μέσα από την αποδοχή πτυχών του λόγου της από τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς η «χιονόμπαλα» πήρε πραγματικά μεγάλη φόρα, θα πρέπει να εξετάσουμε τη στρατηγική συμπεριφορά των ίδιων των ακροδεξιών κομμάτων. Τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ακροδεξιά στην Ευρώπη εξακολουθούσε να συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον φασισμό και τον ναζισμό. Για να γίνουν αποδεκτά, τα κόμματα της Ακροδεξιάς έπρεπε να αποκτήσουν δημοκρατική νομιμότητα. Το έκαναν υιοθετώντας τον λαϊκισμό ως βασικό μέρος του λόγου τους. Ο λαϊκισμός ισχυρίζεται ότι η βούληση του λαού πρέπει να καθοδηγεί τις δημοκρατικές αποφάσεις και ότι οι ελίτ διαφθείρουν αυτή τη διαδικασία. Η εστίαση στον λαϊκισμό, και όχι στον φασισμό, ήταν αυτή που έδωσε τελικά στα ακροδεξιά κόμματα δημοκρατικό «πάσο» και τα βοήθησε να αποκτήσουν νομιμότητα στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Τα ακροδεξιά κόμματα προσπάθησαν επίσης να εκσυγχρονίσουν την εικόνα τους διαρρηγνύοντας τους δεσμούς τους με τα πιο ακραία στοιχεία στο εσωτερικό τους. Για παράδειγμα, το 2011 η Μαρίν Λεπέν ξεκίνησε μια στρατηγική αποδαιμονοποίησης του Εθνικού Μετώπου για να το απαλλάξει από την εξτρεμιστική φήμη του. Έδιωξε τους ακραίους, κατήγγειλε τον φασισμό και τον αντισημιτισμό και πρόσφατα πήρε αποστάσεις από το αδελφό κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, καταγγέλλοντάς το μάλιστα ότι άγεται και φέρεται από ακραία στοιχεία. Το 2018 το Εθνικό Μέτωπο μετονομάστηκε σε Εθνικός Συναγερμός με προφανή στόχο να απευθυνθεί σε περισσότερους ψηφοφόρους. Αλλά έγιναν τελικά τα ακροδεξιά κόμματα πραγματικά πιο μετριοπαθή; Όχι, ξεκαθαρίζει ο Ρόουντεν. Όσον αφορά τις βασικές πολιτικές θέσεις τους, σχεδόν όλα είναι τόσο ακροδεξιά όσο ποτέ άλλοτε. Μόνο που η εικόνα τους έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, ο ανερχόμενος αστέρας της Ακροδεξιάς στη Γαλλία Ζορντάν Μπαρντελά είναι γιος Ιταλών και Αλγερινών μεταναστών και μεγάλωσε στις εργατικές πολυκατοικίες των προαστίων του Παρισιού. Δεν έχει αμβλύνει το μήνυμα της Λεπέν κατά της μετανάστευσης, απλώς προσπαθεί να το κάνει πιο αξιοσέβαστο. Ταυτόχρονα, η Ακροδεξιά παίζει μόνη της σε ένα άλλο μεγάλο «γήπεδο»: Δεν ενθαρρύνει πλέον τον απλό ευρωσκεπτικισμό αλλά την πλήρη ευρωφοβία, υποστηρίζοντας ότι η παγκοσμιοποίηση και η «ευρωποίηση» είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με άλλα λόγια ελιγμοί από τις ισχυρές ελίτ για «απο-εθνοποίηση» των ευρωπαϊκών λαών, για εξαφάνιση της εθνικής ταυτότητάς τους. Από αυτή την άποψη, η Ε.Ε. παρουσιάζεται ως ένα είδος... σύγχρονης Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή μια τεχνητή οντότητα υπερθενικής εξουσίας που καταπιέζει τα εθνικά συναισθήματα και τις εθνικές πατρίδες...
...κι έγινε χιονοστιβάδα
Κι έτσι φτάνουμε στο διά ταύτα: Για την Ακροδεξιά η δημοκρατία όπως τη γνωρίζουμε και την αντιλαμβανόμαστε είναι ένα «άδειο κέλυφος» και η κυρίαρχη οικονομική πολιτική είναι ένα αντιλαϊκό σχέδιο με στόχο την προώθηση της ατζέντας της παγκοσμιοποίησης. «Οι λύσεις είναι, επομένως, πολύ απλές» κατά τον Αγκιλέρα. «Για την οικονομία, προστατευτισμός και ένα σοβινιστικό σύστημα πρόνοιας. Στην πολιτική, σκληρή γραμμή και άμεση συμμετοχή. Σε κοινωνικό επίπεδο, αντιμεταναστευτικός λόγος που βασίζεται στον φόβο και στο μίσος. Και σε πολιτισμικό επίπεδο, έμφαση στις παραδοσιακές οικογενειακές και θρησκευτικές αξίες».
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως το μεταβαλλόμενο περιβάλλον στα μέσα ενημέρωσης βοήθησε περαιτέρω τα ακροδεξιά κόμματα να διαδώσουν το μήνυμά τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους επέτρεψαν να επικοινωνούν απευθείας με τους υποστηρικτές τους παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά κανάλια διάχυσης της πληροφορίας. Αυτή η εξέλιξη βοήθησε, βέβαια, όλα τα κόμματα, αλλά ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για τα ακροδεξιά καθώς ενίσχυσε την αφήγησή τους ότι οι απλοί πολίτες αγνοούνται από τις ελίτ και τα κυρίαρχα ΜΜΕ. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν ένα άμεσο κανάλι επικοινωνίας και αυτό έχει αυξήσει την προβολή και την επιρροή της Ακροδεξιάς. Κατά ειρωνικό τρόπο, η επόμενη μεγάλη ώθηση στη «χιονόμπαλα» δόθηκε από τους κύριους αντιπάλους των ακροδεξιών κομμάτων, τα κυρίαρχα κόμματα της Δεξιάς. Καθώς η Ακροδεξιά κατέγραφε εκλογικές επιτυχίες, τα κυρίαρχα δεξιά κόμματα έγιναν νευρικά. Τα εκλογικά κέρδη της Ακροδεξιάς ήρθαν συχνά σε βάρος των δικών τους μεριδίων ψήφου. Κάτι έπρεπε να κάνουν γι' αυτό. Κι αυτό που έκαναν ήταν να υιοθετήσουν μια «διευκολυντική» στρατηγική ενσωματώνοντας ακροδεξιές ιδέες στα δικά τους πολιτικά προγράμματα προκειμένου να κερδίσουν ξανά ψήφους. Την εύκολη αυτή συνταγή ακολούθησαν πράγματι πολλά κυβερνητικά κόμματα του παραδοσιακού συντηρητικού χώρου - και όχι μόνο. Είναι μια άβολη αλήθεια, αλλά αποτελεί γεγονός ότι η σταδιακή «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς έγινε μέσα από την αποδοχή πτυχών του λόγου της από τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας, κάποια από τα οποία μάλιστα προχώρησαν παραπέρα εφαρμόζοντας ορισμένες από τις προτεινόμενες «λύσεις» της. Το τελευταίο και κρίσιμο στοιχείο που κατά τον Ρόουντεν εξηγεί την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι, αν μη τι άλλο, η εξοικείωση των ψηφοφόρων με τις ακροδεξιές θέσεις. «Οι άνθρωποι συνηθίζουν σε πράγματα που συμβαίνουν επανειλημμένα. Το να ακούς ασταμάτητα ακροδεξιά ρητορική, να βλέπεις τα κυρίαρχα κόμματα να κινούνται προς την Ακροδεξιά και να παρατηρείς την αυξανόμενη παρουσία της Ακροδεξιάς στα μέσα ενημέρωσης και τα ποσοστά ψήφου, αυτό έχει "κανονικοποιήσει" την ακροδεξιά ιδεολογία». Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο η μικρή χιονόμπαλα που κατρακυλάει στην πλαγιά να γίνει χιονοστιβάδα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου